αγοράζοντας μηχανή μεσαίου φορμά
αγοράζοντας αναλογική μηχανή μεσαίου φορμά στον 21ο αιώνα: τι κυκλοφορεί, τι αξίζει να ψάξουμε, τι φορμά να επιλέξουμε, πόσο να πληρώσουμε.
Rolleicord V
Πρόλογος
Το καλοκαίρι του 2013, στο πλαίσιο της συνεργασίας μου με το περιοδικό Φωτογράφος, έγραψα ένα οδηγό αγοράς για αναλογικό εξοπλισμό, με άξονα την εγχώρια αλλά και τη διαδικτυακή αγορά. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε, σε συμπτυγμένη μορφή, στο 4ο μονοθεματικό τεύχος του περιοδικού ("Ασπρόμαυρη Φωτογραφία") τον Σεπτέμβριο του 2013. Αποφάσισα να το εμπλουτίσω και να το δημοσιεύσω και στο blog, χωρισμένο σε ενότητες.
Η πρώτη ενότητα ασχολείται μόνο με τις μηχανές για 35mm φιλμ.
Η δεύτερη ενότητα (αυτό το blog post δηλαδή) ασχολείται με μεσαίο φορμά.
Ενδέχεται να υπάρξουν parts III, IV & V, περί μεγάλου φορμά, polaroid, holga, κλπ.
note to english readers: this is a discussion on currently available analog equipment, bargains, good buys, what to look for, where to look for it in Greece and abroad. It was published in Fotografos ("Photographer") Magazine in September 2013. There is an abundance of such articles written in english, so I will not be translating it.
Εισαγωγή
Όταν αναφερόμαστε σε φιλμ συνήθως εννοούμε το μικρό φορμά, το γνωστό μας «135άρι» (ή «35άρι»). Η πλειονότητα των ανθρώπων που έπιασε στα χέρια του μια φωτογραφική μηχανή πριν την έλευση του ψηφιακού, είναι εξοικιωμένη με το μεταλλικό καρούλι και τη μακρόστενη λωρίδα φιλμ που φιλοξενούσε μέσα του. Πέρα από το πανταχού παρόν 35mm, όμως, υπάρχουν και άλλα μεγέθη φιλμ: το μεσαίο φορμά (που θα αναλύσουμε παρακάτω) και το μεγάλο φορμά (που αποτελείται από διάφορα «περίεργα» μεγέθη φιλμ: 10x12.5cm, 13x18cm, 20x25cm, κλπ). Το 135άρι λόγω ευκολίας χρήσης κυριάρχησε στην καταναλωτική αγορά από την δεκαετία του '60 και μετά, αλλά στην επαγγελματική αγορά (πλην φωτορεπορτάζ) τα άλλα φορμά συνέχιζαν να έχουν την πρωτοκαθεδρία. Ο λόγος είναι πολύ απλός και ταυτόχρονα πολύ σημαντικός: το μεσαίο και το μεγάλο φορμά προσέφεραν μεγαλύτερο μέγεθος αρνητικού, αυξάνοντας την ποιότητα της εικόνας και διευκολύνοντας διαδικασίες όπως το post-processing (ναι, υπήρχε και τότε), το crop και τη μέγιστη δυνατή μεγέθυνση.
Όλα τα φωτογραφικά στούντιο της αναλογικής εποχής ήταν στημένα με μηχανές μεσαίου και μεγάλου φορμά (το μεγάλο φορμά θα το συζητήσουμε σε επόμενο άρθρο). Η διαφημιστική φωτογραφία, η μόδα, το πορτραίτο, η φωτογραφία τοπίου, ακόμα και οι γάμοι και οι βαφτίσεις, όλες αυτές οι κατηγορίες εμπορικής φωτογραφίας είχανε σαν δεδομένο standard το μεσαίο φορμά. Οποιοσδήποτε χρειαζόταν να κάνει καλές εκτυπώσεις, με έμφαση στην λεπτομέρεια ή σε μεγέθη μεγαλύτερα του 24x36cm, κατέληγε στο μεσαίο φορμά.
...και στις αρχές του 21ου αιώνα εμφανίστηκε το ψηφιακό μέσο. Ήταν γρήγορο, σχετικά φτηνό (οι μηχανές μεσαίου φορμά ήταν πολύ ακριβές τότε), εύκολο (ειδικά στην μετέπειτα επεξεργασία εικόνας, κάτι που πάντα ενδιέφερε τον κλάδο της εμπορικής φωτογραφίας) και με τα χρόνια έφτασε να δίνει εικόνες πολύ υψηλής ανάλυσης. Έτσι, όλοι οι επαγγελματίες μετακινήθηκαν σε ψηφιακές μηχανές («φθηνές» APS-C / Full Frame ή πανάκριβες ψηφιακές μεσαίου φορμά) και δεκάδες πολύ αξιόλογες μηχανές μεσαίου φορμά βρέθηκαν στην αγορά σε δελεαστικές τιμές. Η απόκτηση μιας τέτοιας μηχανής ανοίγει στον φωτογράφο πολλά νέα μονοπάτια, αφού η σχεδίαση, η λογική και το αποτέλεσμα που δίνουν είναι αρκετά διαφορετικά από το μικρό φορμά. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Τι είναι το μεσαίο φορμά
![Σύγκριση των διαφορετικών φορμά.](http://static.bhphoto.com/FrameWork/Product_Resources/images/formats.gif)
Ως μεσαίο φορμά ονομάζουμε το φιλμ-ρολό, που επισήμως λέγεται «φορμά 120». Πρόκειται για μια λωρίδα (ρολό) φιλμ, πλάτους 6 εκατοστών και μήκους περίπου 80 εκατοστά, τυλιγμένη μαζί μια λωρίδα χαρτί αντίστοιχου μεγέθους γύρω από ένα απλό καρούλι. Το μέγεθος ενός καρέ και οι διαθέσιμες πόζες εξαρτώνται από τη μηχανή στην οποία χρησιμοποιείται το φιλμ, με τα πιο συνηθισμένα μεγέθη να είναι το 6x4.5 (56x41.5mm – 16 καρέ), 6x6 (56x56mm – 12 καρέ), 6x7 (56x70mm – 10 καρέ), 6x9 (56x84mm – 8 καρέ). Από τη σύγκριση του μεγέθους των δύο φιλμ, είναι φανερό ότι ένα καρέ μεσαίου φορμά (ας πούμε 6x6) έχει τέσσερεις φορές την επιφάνεια ενός καρέ μικρού φορμά.
Για να κάνουμε μια παραβολή με τη σύγχρονη εποχή, τα τεχνικά πλεονεκτήματα της κατά πολύ μεγαλύτερης επιφάνειας φιλμ είναι αντίστοιχα με αυτά που θα νιώσει κάποιος κατά την μετάβαση από μια compact (με αισθητήρα, ας πούμε, μεγέθους 2/3 της ίντσας, ή μιας ίντσας) σε μια φτηνή dSLR (με APS-C αισθητήρα), αφού ισχύει ο ίδιος κανόνας: όσο μεγαλώνει η φωτοευαίσθητη επιφάνεια καταγραφής εικόνας, τόσο αυξάνονται η ευκρίνεια, η οξύτητα, το δυναμικό εύρος και η τονικότητα της εικόνας. Ένα καρέ μεσαίου φορμά κατάγραφει την ίδια σκηνή με περισσότερη λεπτομέρεια & ανάλυση, και με μεγαλύτερο δυναμικό εύρος & τονικότητα απ'ότι θα την καταγράψει ένα καρέ 35mm φιλμ. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι οι ψηφιακοί αισθητήρες πλέον έχουν φτάσει (και πιθανώς έχουν ξεπεράσει) το μεσαίο φορμά στα συγκεκριμένα τεχνικά χαρακτηριστικά. Δεν έχουμε σκοπό, όμως, να κάνουμε τεχνική/τεχνολογική σύγκριση αναλογικού και ψηφιακού μέσου. Εξάλλου, όταν μεγαλώνει η επιφάνεια καταγραφής, υπάρχουν και αισθητικές διαφορές που επηρεάζουν την εικόνα.
Τα αισθητικά πλεονεκτήματα του μεσαίου φορμά πηγάζουν από τα μεγαλύτερα εστιακά μήκη που χρησιμοποιούνται για τις γωνίες θέασης (angles of view), σε σχέση με τα εστιακά μήκη του 35mm. Αυτή είναι ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει στο τελικό αποτέλεσμα, αφού για ένα κάδρο στο μεσαίο φορμά χρησιμοποιείται από 25% μέχρι 100+% μεγαλύτερο εστιακό μήκος, και άρα αλλάζει η προοπτική της καταγραφόμενης εικόνας, τονίζεται περισσότερο η αίσθηση του βάθους και μειώνεται δραματικά το βάθος πεδίου, σε σύγκριση με ένα αντίστοιχο κάδρο τραβηγμένο με 35mm φιλμ.
Το εστιακό μήκος στις μηχανές μεσαίου φορμά είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία από αυτή που έχουμε συνηθίσει στις μικρές μηχανές. Η αύξηση της επιφάνειας του φιλμ σημαίνει ότι ταυτόχρονα μεγαλώνει και το εστιακό μήκος που χρειάζεται για να καταγράψει μια σκηνή με την ίδια γωνία θέασης (angle of view). Επίσης, κάθε διαφορετικό υπό-φορμά μέσα στο μεσαίο φορμά (6x4.5, 6x6, 6x7, 6x9) χρησιμοποιεί ελαφρώς διαφορετικά το ίδιο εστιακό μήκος. Για παράδειγμα, το 50mm που στο μικρό φορμά θεωρείται «κανονικό» εστιακό μήκος, στο 6x6 αντιστοιχεί σε ευρυγώνιο και στο 6x9 σε υπερευρυγώνιο. Για να τραβήξει κάποιος το ίδιο κάδρο που θα τράβαγε με τον κλασσικό 50άρη φακό σε 35άρι φιλμ (ή μια Full Frame ψηφιακή), στο 6x4.5 θα πρέπει να χρησιμοποιήσει φακό 75mm, στο 6x6 80mm και στο 6x7 100mm.
![o Jimi Hendrix σε ένα 6x6 contact sheet o Jimi Hendrix σε ένα contact sheet από 6x6 φιλμ](https://default.secure.media.ipcdigital.co.uk/11134/0000023d8/02c8/Jimi-Hendrix-contact-sheet.jpg)
Τα μειονέκτηματα του μεσαίου φορμά είναι ότι οι μηχανές έχουν πολύ λιγότερους (ή και κανέναν!) αυτοματισμούς, έχουν διαφορετική σχεδίαση (πιο δύσκολη προσαρμογή ενός νέου χρήστη), ενώ είναι πολύ πιο βαριές και ογκώδεις από τις μηχανές του μικρού φορμά. Ειδικά όσο μεγαλώνει το μέγεθος του καρέ, εκεί προς το 6x7 και το 6x8 (δεν το αναφέραμε αρχικά διότι είναι πολύ σπάνιο), οι μηχανές γίνονται απελπιστικά μεγάλες και το βάρος τους τις καθιστά ιδανικό χόμπυ για γυμναστική (ενα σετ Mamiya RB67 φτάνει τα 3 κιλά και η υπέροχη Fuji GX680 ζυγίζει περισσότερο από 4 κιλά) . Τέλος, τα περισσότερα καρέ που μπορεί να τραβήξει κάποιος σε ένα 120άρι φιλμ είναι 16 (αν τραβάει 6x4.5), που σίγουρα είναι λίγα σε σύγκριση με τα 36 καρέ ενός 35mm φιλμ. Επίσης, υπάρχουν λιγότερα φωτογραφικά εργαστήρια στην Ελλάδα που εμφανίζουν φιλμ μεσαίου φορμά, και λιγότερα σημεία πώλησης φιλμ μεσαίου φορμά, αφού η εγχώρια καταναλωτική αγορά ήταν στηριγμένη εξ ολοκλήρου στο 35mm φιλμ.
Ας δούμε όμως τι γίνεται με τις μηχανές μεσαίου φορμά. Δεδομένου ότι το μεσαίο φορμά υπάρχει από το 1901, οι επιλογές στους τύπους μηχανών είναι περισσότερες, και τα brand names (εκ των οποίων πολλά είναι ανενεργά πλέον) δεκάδες. Θα σταθούμε στις φυσουνάτες (bellows cameras), τις TLR, τις SLR και τις τηλεμετρικές, και θα αναφερθούμε στις πιο δημοφιλείς και «εύκολες» επιλογές.
Bellows camera (μηχανή με φυσούνα)
![Zeiss Ikon Nettar Zeiss Ikon Nettar](http://farm1.staticflickr.com/64/163709595_52566ef94f.jpg)
Μια εύκολη και φτηνή εισαγωγή στο μεσαίο φορμά είναι οι μηχανές με φυσούνα, που ήταν η πρώτη σχεδίαση μηχανών μεσαίου φορμά, στηριγμένη στις τεράστιες view cameras μεγάλου φορμά (οι οποίες σηματοδότησαν την απαρχή της φωτογραφίας και συνεχίζουν να μας συντροφεύουν ως σήμερα). Πρόκειται πρακτικά για το σώμα, μια φυσούνα που μαζεύεται μέσα στο σώμα όταν κλείνει η μηχανή, και ένα σταθερό φακό στην άκρη της φυσούνας. Ο φωτογράφος βλέπει την εικόνα μέσα από εξωτερικό σκόπευτρο, εστιάζει από διαφορετικό εξωτερικό τηλέμετρο (αν υπάρχει) και μετά μεταφέρει την απόσταση εστίασης από το τηλέμετρο στο φακό. Οι ρυθμίσεις διαφράγματος και ταχύτητας γίνονται απευθείας πάνω στον φακό και ο διακόπτης απελευθέρωσης κλείστρου συνήθως χρειάζεται ντεκλανσέρ. Φωτόμετρο εννοείται ότι δεν υπάρχει. Κάποιες ακριβές bellows cameras είχαν ενσωματωμένο τηλέμετρο, ενώ πρόσφατα η Voigtlander κυκλοφόρησε μια καινούρια bellows κάμερα, την Bessa III 667, με όλα τα καλούδια αλλά και αντίστοιχη τιμή.
Voigtlander Bessa III 667
Οι μηχανές με φυσούνα μεσουράνησαν από το 1900 μέχρι το το 1940, μερικές έχουν εξαιρετικούς φακούς (όλοι σχεδόν είναι 75-105mm, δηλαδή κανονικό εστιακό μήκος για το μεσαίο φορμά), και είναι πολύ εύκολο κάποιος να βρει μη συνηθισμένα μεγέθη καρέ, όπως το 6x9. Τα πλεονεκτήματά τους είναι ότι «μαζεύουν» σε ένα πολύ μικρό μέγεθος και άρα μεταφέρονται εύκολα, είναι ελαφριές, αθόρυβες και απλές στη χρήση, ενώ πρακτικά δεν χαλάνε ποτέ. Τα μειονεκτήματά τους είναι ότι δεν έχουν κανένα αυτοματισμό ή «υποβοήθημα» για το νέο χρήστη: δεν έχουν φωτόμετρο και η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν έχει ούτε τηλέμετρο. Έτσι, χρειάζονται εξωτερικό φωτόμετρο και δεν ενδείκνυνται για πορτραίτα ή για άλλες καταστάσεις όπου η σωστή εστίαση είναι critical, το διάφραγμα πολύ ανοιχτό και το βάθος πεδίου πολύ μικρό. Είναι ιδανικές για τοπία, και για σκηνές με άπλετο φως που επιτρέπουν κλειστά διαφράγματα και επιλογή υπερεστιακής απόστασης.
Όσον αφορά την τιμή τους, ξεκινάνε από 10 ευρώ για τις πολύ απλές και παλιές μηχανές (μια Agfa Isolette, πχ) μέχρι 50 και 100 για καλύτερα οπτικά (μια Zeiss Ikon Nettar) και αρκετά παραπάνω για τις λίγες περιπτώσεις που είχαν ενσωματωμένο τηλέμετρο. Δεδομένου του πλήθους των μηχανών εκείνης της εποχής, θα ήταν δύσκολο να προτείνουμε κάποια συγκεκριμένα μοντέλα. Αντ’αυτού, μερικά tips: η φυσούνα να είναι ελεγμένη και σε καλή κατάσταση, ο φακός να δουλεύει σε όλες τις ταχύτητες, η μηχανή να μην είναι ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη, το μέγεθος του φιλμ να είναι γραμμένο ξεκάθαρα πως είναι 120 (και όχι 620 ή 127). Ας μην ξεχνάμε ότι αυτές οι μηχανές κατασκευάστηκαν πριν ένα αιώνα και πιθανώς πέρασαν τα τελευταία 40 χρόνια σε κάποια ντουλάπα, οπότε είναι σημαντικό να είναι ελεγμένες ότι λειτουργούν κανονικά.
TLR (Twin Lens Reflex - Διοπτικές)
![Flexaret Automat](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/8/8a/Direto_da_%C4%8Cesk%C3%A1_Republika_-_Meopta_Flexaret.jpg/220px-Direto_da_%C4%8Cesk%C3%A1_Republika_-_Meopta_Flexaret.jpg)
Το επόμενο βήμα στην ιστορία του μεσαίου φορμά μετά τις bellows cameras ήταν οι Twin-Lens-Reflex, ή διοπτικές μηχανές. Οι διοπτικές μηχανές έχουν δύο φακούς, τοποθετημένους σε διάταξη «8». Ο πάνω φακός περνάει την εικόνα του σε ένα καθρέπτη και από εκεί στο θαμπόγυαλο, απ’όπου ο φωτογράφος εστιάζει και καδράρει, ενώ ο κάτω φακός αποτυπώνει την εικόνα στο φιλμ. Η ιδιαιτερότητα των TLR είναι ότι ο φωτογράφος βλέπει την εικόνα στο θαμπόγυαλο ανάποδα - δημιουργείται μια αίσθηση αποπροσανατολισμού στην αρχή - ενώ ταυτόχρονα κρατάει τη μηχανή στο ύψος της μέσης. Η εργονομία αυτή μπορεί να είναι περίεργη στην αρχή, αλλά είναι κάτι που εύκολα συνηθίζεται, ενώ βοηθάει και τον φωτογράφο να συγκεντρωθεί περισσότερο στο θέμα του και επίσης να γίνει περισσότερο αόρατος – ένας άνθρωπος που κοιτάζει προς τα κάτω μέσα σ’ένα κουτί γίνεται λιγότερο αντιληπτός από έναν άνθρωπο που σηκώνει μια μηχανή στο μάτι του.
![](http://farm9.staticflickr.com/8527/8466946673_6de63ac420_m.jpg)
Οι διοπτικές μηχανές είναι όλες 6x6 (12 καρέ), και σχεδόν όλες έχουν 75-80mm φακό. Κυριάρχησαν στην αγορά από το 1930 και για πολλά χρόνια, και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται αρκετές δεκαετίες – o Helmut Newton, πχ, συνήθιζε να τραβάει με μια Rolleiflex, όπως και η Diane Arbus. Το μεγάλο τους ατού είναι το (σε σχέση με τις SLR) μικρό μέγεθος και βάρος, η αθόρυβη λειτουργία τους, η δυνατότητα χρήσης χαμηλών ταχυτήτων χωρίς τρίποδο, και η πολύ καλή ποιότητα φακών (για την τιμή τους). Τα βασικά τους μειονεκτήματα είναι ότι δεν αλλάζουν φακούς (με φωτεινή εξαίρεση τις Mamiya C) και ότι σε κοντινές αποστάσεις υπάρχει σφάλμα παράλλαξης, αφού ο φωτογράφος καδράρει και εστιάζει από τον πάνω φακό αλλά η η εικόνα καταγράφεται από τον κάτω φακό. Επίσης, οι περισσότερες TLR δεν έχουν φωτόμετρο, ενώ κάποιες το ενσωματώνουν μεν αλλά πάλι ο φωτογράφος πρέπει να μεταφέρει χειροκίνητα τη μέτρηση από το φωτόμετρο στις ρυθμίσεις του διαφράγματος και του κλείστρου.
Υπάρχουν δεκάδες TLR από διάφορες εταιρείες, ευρωπαϊκές, γιαπωνέζικες και αμερικάνικες, και κάποιος μπορεί να τις βρει εύκολα, δίνοντας από 30 ευρώ (για μια απλή γερμανική/τσέχικη του 1940) μέχρι 150 ευρώ (για μια καλή γερμανική/γιαπωνέζικη του 1960), ενώ οι κορυφαίες Rolleiflex φτάνουν και στα 1000 ευρώ. Αυτό που αλλάζει σε αυτό το φάσμα των τιμών είναι (φυσικά) ο φακός, η εργονομία και το θαμπόγυαλο. Οι πιο παλιές, φτηνές TLR είχαν αρκετά σκοτεινά θαμπόγυαλα, κάτι που δεν θα ενοχλήσει σε εξωτερικούς χώρους με άπλετο φως αλλά θα είναι μεγάλο πρόβλημα σε κοντινές λήψεις (πορτραίτα) και σε καταστάσεις χαμηλού φωτισμού. Εκεί είναι που ξεχωρίζουν οι Rolleiflex και οι Mamiya C220/C330 που, όντας μηχανές σχεδιασμένες για επαγγελματίες, έχουν πολύ πιο ποιοτικά θαμπόγυαλα. Παρ’όλα αυτά, τα φτηνά μοντέλα του 1940 μπορούν ν’αποτελέσουν μια εξαίσια επιλογή για την εισαγωγή στο 6x6 και στις TLR, χωρίς να ανοίξουν μεγάλη τρύπα στην τσέπη, ενώ η μεγάλη τους διαθεσιμότητα (στο ebay και αλλού) τα καθιστά εύκολα προσβάσιμα.
Καλές επιλογές σε TLR είναι η Yashica A, η Yashica D, η Yashica 635,η Flexaret V (και τα μετέπειτα μοντέλα), οι Ricohflex, οι Minolta Autocord. Αυτές μπορούν ν’αποκτηθούν και με λιγότερα από 100 ευρώ. Υπάρχουν ακόμα δεκάδες εταιρείες που κυκλοφόρησαν TLR στις δεκαετίες του '50 και του '60, που κυκλοφορούν πολύ φτηνά και αξίζουν ως "εισαγωγή" στις TLR. Επόμενο βήμα είναι οι Rolleicord (καλύτερα τα μοντέλα V, Va, Vb), η Yashica-Mat 124G, η Mamiya C220 (όλη η σειρά C γενικά). Τέλος, στην κορυφή βρίσκονται οι Rolleiflex, με εξαιρετική κατασκευή, εξαιρετικούς φακούς, υψηλή τιμή (400-1000 ευρώ ανάλογα το μοντέλο), αλλά και αντίστοιχα υψηλή πιθανότητα μεταπώλησης στην ίδια τιμή.
Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε στη Mamiya C (C3, C33, C22, C220, C330), που είναι η μόνη διοπτική μηχανή η οποία έχει εναλλάξιμους φακούς. Για να το καταφέρει αυτό, χρησιμοποιεί ένα σύστημα εστίασης με φυσούνα, που την καθιστά εξαιρετική για κοντινά πλάνα (πάντα λαμβάνοντας υπόψη το σφάλμα παράλλαξης), ενώ οι Mamiya φακοί είναι ξακουστοί για το γράψιμό τους. Ταυτόχρονα όμως, επειδή προοριζότανε για στουντιακή χρήση, είναι αρκετά πιο βαριά και ογκώδης από όλες τις υπόλοιπες TLR.
Τα γενικά tips για μια αγορά TLR δεν διαφέρουν πολύ από τις υπόλοιπες μηχανές. Το σημαντικό είναι ο φακός να λειτουργεί σε όλες τις ταχύτητες και η μηχανή να μοιάζει καλοδιατηρημένη. Δεδομένου ότι όλες αυτές οι μηχανές ήταν αρκετά απλές στην κατασκευή, συνήθως αντέχουν χωρίς πρόβλημα τη δοκιμασία του χρόνου. Το επόμενο σημαντικό είναι το θαμπόγυαλο, να είναι καθαρό και όσο πιο φωτεινό γίνεται. Γενικά προτείνεται η αγορά μιας πολύ φτηνής TLR για την εξοικείωση με το φορμά και τον τρόπο λειτουργίας, και μετά η μεταπήδηση σε κάποιο πιο ακριβό μοντέλο. Όταν με 50 ευρώ μπορεί κάποιος να βρει δεκάδες επιλογές στο ebay, που για όλες υπάρχουν αρκετές πληροφορίες στο διαδίκτυο, το πρώτο βήμα είναι πολύ εύκολο.
SLR μεσαίου φορμά
photo by Evan Maragkoudakis
Οι SLR στο μεσαίο φορμά διαφέρουν αρκετά από τις SLR στο μικρό φορμά. Λόγω της χρήσης για την οποία προορίζονταν, αλλά και του διαφορετικού σχεδιασμού λόγω μεγέθους καρέ, οι medium format SLRs είναι βασισμένες πάνω στο κουτί του καθρέπτη (mirror box), όπου μετά «κουμπώνουν» πλάτη, φακός, πρίσμα,, πρίσμα με φωτόμετρο, grip. Ο φωτογράφος έχει τη δυνατότητα να αλλάζει το στήσιμο της κάμεράς του ανάλογα τη χρήση – μπορεί να χρησιμοποιήσει σκέτο θαμπόγυαλο (όπως στις TLR), είτε να βάλει πρίσμα και να βλέπει την εικόνα κανονικά, μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές πλάτες με φιλμ και να αλλάζει το φιλμ χωρίς να το έχει τελειώσει πρώτα, μπορεί να αλλάζει φορμά (από 6x6 σε 6x4.5) απλά αλλάζοντας την πλάτη, και διάφορα τέτοια. Οι SLR, όπως είναι φυσικό, κυριάρχησαν στα στούντιο, όπου ο φωτογράφος είχε ανάγκη να βλέπει με ακρίβεια αυτό που θα βγει, ενώ χρειαζότανε και διαφορετικούς φακούς, διαφορετικά φιλμ, πλάτες polaroid, κλπ.
Το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό όταν λέμε SLR μεσαίου φορμά είναι η Hasselblad, και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η σουηδική εταιρεία είναι αυτή που πρακτικά εφηύρε τις SLR μεσαίου φορμά, με εξαιρετικά προϊόντα και συνεργασία με την Carl Zeiss για τους φακούς. Η Hasselblad 500C/M είναι μια μηχανή που όλοι ονειρεύονται να αποκτήσουν, και στην πραγματικότητα δεν είναι πια τόσο ακριβή, αφού μπορεί κάποιος να τη βρει στα 800-1000 ευρώ με τον Carl Zeiss Planar 80mm/f2.8. Υπάρχουν όμως και πολλές άλλες επιλογές, αρκετά φτηνότερες, όπως η Bronica SQ-A, που κυκλοφορεί στα 300-400 ευρώ (με τον Zenzanon 80mm/f2.8) και η Kiev 88, που είναι η μόνη ρώσικη κάμερα που θ’αναφέρουμε στο άρθρο αυτό. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή με τις ρώσικες και ανατολικογερμανικές μηχανές του ’70-’80, διότι η ποιότητα κατασκευής τους δεν είχε ποτέ σταθερότητα. Έτσι, θεωρούμε πως η μόνη άξια λόγου είναι η Kiev 88 είτε με την ένδειξη Hartblei είτε με το όνομα Arax 88, που πρόκειται για μηχανές οι οποίες έχουν ανακατασκευαστεί, και τιμούνται από 150 μέχρι 300 ευρώ (χωρίς φακό).
![Pentax 67 Pentax 67](http://farm5.staticflickr.com/4120/4890120045_1a035aba3c.jpg)
Πέρα όμως από το 6x6, στις SLR υπάρχει και πληθώρα μηχανών με μέγεθος καρέ 6x7. Η κορυφαία όσον αφορά τη σχέση τιμής/απόδοσης είναι η Mamiya RB67, άλλη μια στουντιακή μηχανή με ενσωματωμένη φυσούνα από τη Mamiya, αυτή τη φορά σε σχεδίαση SLR, που μπορεί κάποιος να βρει εύκολα με 200-300 ευρώ παρέα με τον κιτ φακό (συνήθως 127mm/f3.8 ή 90mm/f3.8). H RB67 είναι εκπληκτική μηχανή, αλλά είναι αρκετά ογκώδης και βαριά ώστε να καθίσταται απαγορευτική για πολύωρες εξωτερικές λήψεις χωρίς τρίποδο. Πιο εύκολες λύσεις για το 6x7 είναι η Bronica GS-1 (δυστυχώς λίγο σπάνια σε σχέση με την SQ-A) και η κορυφαία Pentax 67, που είναι η μόνη medium format SLR (πέραν των ρώσικων Pentacon Six και Kiev 60) η οποία έχει την κλασσική SLR σχεδίαση που έχουμε συνηθίσει από τις μικρές SLR μηχανές. Αυτές οι δύο μηχανές συνηθως κοστίζουν πάνω από 400-500 ευρώ, παρέα με τον φακό τους.
Τέλος, υπάρχουν και οι πολύ μικρότερες SLR μηχανές του 6x4.5, κυρίως οι Pentax 645, Mamiya 645 και Bronica ETR-S. Το μικρότερο μέγεθος καρέ επιτρέπει για μικρότερη σχεδίαση, και αυτές οι μηχανές είναι ιδανικές για ταξίδια. Επιπλέον, είναι από τις λίγες περιπτώσεις μηχανών μεσαίου φορμά όπου υπάρχει αυτόματη εστίαση (η Pentax 645N και η Mamiya 645AF). Οι μηχανές 6x4.5 συνήθως έχουν ενσωματωμένο γκριπ και κυκλοφορούν με το πρίσμα, αφού (λόγω μικρότερου βάρους και μεγέθους) προορίζονται για χρήση ανάλογη μιας μικρής SLR. Σχεδόν πάντα έχουν ενσωματωμένο φωτόμετρο με δυνατότητα Aperture Priority. Τα non-AF μοντέλα τιμούνται 200-300 ευρώ, αλλά τα μοντέλα με αυτόματη εστίαση είναι αρκετά πιο ακριβά. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για το φορμά 6x4.5, αυτές οι μηχανές είναι εξαιρετικές, εύκολες και γρήγορες.
όλες οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες με τη Bronica SQ-A
Personal Note περί 6x4.5, Μάρτιος 2014
Στις αρχές του 2014 έτυχε να χρησιμοποιήσω λίγο το 6x4.5 φορμά, με μια Pentax 645N. Θεωρώ ότι το 6x4.5 είναι το καλύτερο "συμβιβαστικό" φορμά μεταξύ της ευκολίας του 35mm και της ανώτερης ποιότητας του μεσαίου φορμά. Οι μηχανές 6x4.5 κυκλοφόρησαν κυρίως από το 1980 και μετά, οπότε ενσωματώνουν όλες τις καινούριες τεχνολογίες που οι παλιότερες μηχανές μεσαίου φορμά δεν έχουν. Μια Pentax 645N έχει αυτόματη εστίαση, Matrix, center-weighted και spot φωτομέτρηση, Program, Aperture-priority και Shutter-priority mode, 16 καρέ ανά φιλμ, 4:3 φορμά. Λειτουργεί, δηλαδή, όπως μια κοινή 35mm SLR της δεκαετίας του ’80 αλλά παρέχει ποιότητα μεσαίου φορμά. Μια «σκέτη» Pentax 645 απλά δεν έχει αυτόματη εστίαση (και κοστίζει τα μισά χρήματα) - στο ίδιο οικονομικό μοτίβο κινούνται και οι Mamiya 645, Bronica ETR-S. Επίσης, μια μηχανή 6x4.5 κουβαλιέται ευκολότερα, αφού το μέγεθος της μηχανής και τον φακών είναι αρκετά μικρότερο.
Επειδή, δε, αυτές οι SLR 6x4.5 χρησιμοποιήθηκαν πολύ από επαγγελματίες (γάμοι, στούντιο, κλπ) την εποχή που εμφανίστηκαν, κυκλοφορούν σήμερα σε μεγάλο αριθμό και σε χαμηλές τιμές στην αγορά των μεταχειρισμένων. Μπορεί το φορμά τους να ακούγεται μικρό, αλλά στην πραγματικότητα η διαφορά από το 35mm είναι σημαντικά μεγάλη, και μια ημι-αυτόματη 6x4.5 SLR θα επιτρέψει σε ένα νέο χρήστη να χαρεί το μεσαίο φορμά χωρίς να «ταλαιπωρηθεί» από την παλαιότητα του εξοπλισμού.
τα πορτραίτα είναι τραβηγμένα με την Pentax 645N και τον 75mm/f2.8 φακό
Τηλεμετρικές μεσαίου φορμά
![Mamiya 7II Mamiya 7II](http://4.bp.blogspot.com/_kf1Pw9AT9vU/SUa3iEXX_iI/AAAAAAAABpA/UYbJbJfbN-0/s400/mamiya%2B7II.jpg)
Στην κορυφή των φωτογραφικών μηχανών μεσαίου φορμά βρίσκονται, ως συνήθως, οι τηλεμετρικές μηχανές. Τα πλεονεκτήματά τους είναι τα ίδια που αναφέρονται και στις τηλεμετρικές μηχανές μικρού φορμά, με τη διαφορά ότι οι φακοί πλέον δεν είναι τόσο φωτεινοί.
Βασιλιάς των τηλεμετρικών μηχανών είναι η Mamiya 7, που τραβάει 10 καρέ 6x7, έχει εξαιρετικούς φακούς, αθόρυβη λειτουργία, προτεραιότητα διαφράγματος αλλά και πλήρεις manual ρυθμίσεις, και κοστίζει 1000-1500 ευρώ. Υπάρχει και το αδερφάκι της για 6x6, η Mamiya 6, σχετικά πιο φτηνή. H άλλη εταιρεία που έχει σημαντική παρουσία στις τηλεμετρικές μηχανές είναι η Fujifilm, με τις Fuji GW670, Fuji GW690, Fuji GSW690. Οι συγκεκριμένες μηχανές έχουν σταθερούς φακούς (90mm/f3.5 για τις GW - κανονικό εστιακό μήκος - και 65mm/f5.6 για τις GSW - ευρυγώνιο εστιακό μήκος) , ενώ στο όνομά τους φαίνεται και τι καρέ τραβάνε – 6x7 η 670 και 6x9 η 690. Η έλλειψη δυνατότητας αλλαγής φακών κρατάει την κατασκευή τους απλή και την τιμή τους χαμηλή – η GW690 κυκλοφορεί στα 300-400 ευρώ – και οι Fujinon φακοί θεωρούνται από τους κορυφαίους στον κόσμο. Παρ’όλα αυτά πρέπει να έχουμε στο νου μας το μέγεθος των συγκεκριμένων μηχανών, που φαντάζουν γίγαντες δίπλα σε μια Leica. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το 6x9 καρέ της GW690 είναι 6 φορές μεγαλύτερο από το 35mm καρέ της Leica.
Τηλεμετρικές όμως υπάρχουν και στο φορμά 6x4.5. Η Fujifilm, συνεχίζοντας την παράδοση των τηλεμετρικών, κυκλοφόρησε μια ολόκληρη οικογένεια από «μικρές» τηλεμετρικές μηχανές με σταθερούς φακούς, τις Fuji GA και Fuji GS, που οι περισσότερες έχουν αυτόματη εστίαση, μια έχει και ζουμ φακό (η GA645zi), μια έχει εστίαση ζώνης (η GS645W) και δυο έχουν κανονική χειροκίνητη τηλεμετρική εστίαση (οι GS645 και GS645s). Οι φακοί σε αυτές τις μηχανές (πλην του ζουμ) ήταν από 45mm μέχρι 75mm, δηλαδή από ευρυγώνιο μέχρι κανονικό εστιακό μήκος. Η άλλη επιλογή στις μικρές τηλεμετρικές είναι η Bronica RF 645, μια εξαίρετη τηλεμετρική μηχανή με εναλλάξιμους φακούς, που ενώ έχει σχετικά χαμηλή τιμή (για τηλεμετρική μεσαίου φορμά), δεν κυκλοφορεί πολύ στην αγορά των μεταχειρισμένων.
όλες οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες με τη Fuji GW690III
Τι φορμά και τι είδους μηχανή επιλέγω;
Αυτό εξαρτάται από τρία πράγματα: το μπάτζετ, το βάρος που είμαστε διατεθειμένοι να κουβαλήσουμε και το είδος της φωτογραφίας που ενδιαφερόμαστε να κάνουμε. Οι TLR είναι ωραίες και μικρές κάμερες, είναι αθόρυβες, κουβαλιούνται εύκολα και μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα (πορτραίτα, τοπία), αλλά είναι «δεμένες» στο τετράγωνο φορμά και στο «κανονικό» εστιακό μήκος, ενώ επίσης θέλουν περισσότερο χρόνο προσαρμογής από τις SLR. Από την άλλη, μπορούν να βρεθούν σε πολύ χαμηλές τιμές και είναι μια πολύ καλή εισαγωγή στο μεσαίο φορμά. Οι φυσουνάτες είναι πολύ ελαφριές και πολύ φτηνές μηχανές είτε για «παιχνίδι», αφού δεν μπορείς να εστιάσεις αξιόπιστα, είτε για τοπία (όπου η εστίαση δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο). Οι τηλεμετρικές είναι συνήθως πολύ ακριβές για εισαγωγικές μηχανές στο μεσαίο φορμά. Οι SLR μπορούν να τα κάνουν όλα: δουλεύουν είτε με πρίσμα, είτε με θαμπόγυαλο, έχουν εναλλάξιμους φακούς, υπάρχουν σε διαφορετικά φορμά (6x4.5, 6x6, 6x7). Μπορούν να κάνουν τοπίο και πορτραίτο χωρίς πρόβλημα, ενώ σου επιτρέπουν να δεις το καρέ ακριβώς όπως θα βγει. Ταυτόχρονα όμως είναι πιο ογκώδεις από τις υπόλοιπες, πιο βαριές, πιο θορυβώδεις (λόγω του κινούμενου καθρέπτη) και η τιμή τους αυξάνεται όσο «χτίζεται» το σύστημα (έξτρα φακοί και άλλα περιφερειακά).
Ένας νέος χρήστης μπορεί να δοκιμάσει το μεσαίο φορμά με μια TLR, που δεν κοστίζει πολύ και μπορεί να δώσει μια διαφορετική οπτική στη φωτογραφία (λόγω του διαφορετικού τρόπου χρήσης/καδραρίσματος). Αργότερα, και εφόσον έχει «νιώσει» λίγο τι είναι το μεσαίο φορμά, τι διαφορές έχει σε σχέση με το 35mm, αν τον βολεύει το τετράγωνο κάδρο ή όχι, που το χρησιμοποιεί περισσότερο και πως θέλει να προχωρήσει, οι επιλογές γίνονται πιο εύκολες. Μια SLR μπορεί να κάνει τα πάντα, σε όλα τα πιθανά κάδρα, αλλά προσθέτει όγκο, βάρος, κόστος. Μια τηλεμετρική μπορεί να κάνει τα πάντα χωρίς όγκο και βάρος αλλά με πολύ μεγαλύτερο κόστος. Τέλος, μια φυσουνάτη είναι ιδανική για ηλιόλουστες μέρες και τοπία, και μπορεί να χωρέσει παντού και να συνοδεύσει τις υπόλοιπες μηχανές ως «δεύτερο βιολί».
Από πού αγοράζω;
Ισχύουν τα ίδια που αναφέραμε στο τέλος της αντίστοιχης ενότητας για 35mm SLR. Υπάρχουν τα ειδικευμένα μαγαζιά στο κέντρο της Αθήνας, τα online shops του εξωτερικού, και το το ebay. Ισχύουν οι ίδιες συμβουλές, με περισσότερη προσοχή, και ακόμα περισσότερη έρευνα. Οι δημοφιλείς μηχανές μεσαίου φορμά έχουν πολλές σελίδες αφιερωμένες στην ιστορία και τη λειτουργία τους, οπότε επιβάλλεται η σχετική έρευνα αγοράς.
αγοράζοντας αναλογική μηχανή 35mm
αγοράζοντας αναλογική μηχανή 35mm στον 21ο αιώνα: τι κυκλοφορεί, που μπορούμε να το βρούμε, τι αξίζει να ψάξουμε, πόσο να πληρώσουμε.
Πρόλογος
Το καλοκαίρι του 2013, στο πλαίσιο της συνεργασίας μου με το περιοδικό Φωτογράφος, έγραψα ένα οδηγό αγοράς για αναλογικό εξοπλισμό, με άξονα την εγχώρια αλλά και τη διαδικτυακή αγορά. Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε, σε συμπτυγμένη μορφή, στο 4ο μονοθεματικό τεύχος του περιοδικού ("Ασπρόμαυρη Φωτογραφία") τον Σεπτέμβριο του 2013. Αποφάσισα να το εμπλουτίσω και να το δημοσιεύσω και στο blog, χωρισμένο σε ενότητες.
Η πρώτη ενότητα (αυτό το blog post δηλαδή) ασχολείται μόνο με τις μηχανές για 35mm φιλμ.
note to english readers: this is a discussion on currently available analog equipment, bargains, good buys, what to look for, where to look for it in Greece and abroad. It was published in Fotografos ("Photographer") Magazine in September 2013. There is an abundance of such articles written in english, so I will not be translating it.
Εισαγωγή
Η επέλαση της ψηφιακής τεχνολογίας στη φωτογραφία ήταν αναμενόμενη, και καλοδεχούμενη από επαγγελματίες και ερασιτέχνες. Την τελευταία δεκαετία οι ψηφιακοί αισθητήρες έχουν εκτοπίσει πλήρως τον αναλογικό προκάτοχό τους, το φιλμ. Οι κύριοι λόγοι είναι, φυσικά, η αμεσότητα και το θεωρητικά μηδενικό κόστος χρήσης του ψηφιακού μέσου. Ζούμε σε ένα ολοένα και περισσότερο ψηφιακό και «δικτυωμένο» κόσμο, και άρα η ευκολία με την οποία μια φωτογραφία φτάνει στον υπολογιστή μας (και από εκεί διαμοιράζεται στο διαδίκτυο) είναι άκρως σημαντική. Το φιλμ, ως αναλογικό μέσο, δεν εμπεριέχει τη συγκεκριμένη ευκολία, και ήταν λογικό να υπερκεραστεί από το ψηφιακό αδελφάκι του, και να θεωρείται πλέον ξεπερασμένο.
Αυτό το γεγονός όμως έχει και θετική πλευρά: όλος ο επαγγελματικός κλάδος μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα αντικατέστησε τον αναλογικό εξοπλισμό του με ψηφιακό, και ακολούθησαν οι ερασιτέχνες. Τα φωτογραφικά στούντιο αντικατέστησαν μηχανές μεσαίου και μεγάλου φορμά με μια καλή dSLR, οι φωτορεπόρτερ αφήσανε στην άκρη τις ποιοτικές αναλογικές SLR τους, ο απλός κόσμος παράχωσε σε ένα συρτάρι την compact μηχανή που τόσα χρόνια έπαιρνε μαζί στις διακοπές του για χάρη μιας αντίστοιχης ψηφιακής compact. Ξαφνικά η αγορά πλημμύρισε με κάθε είδους αναλογικές φωτογραφικές μηχανές, που μπορούσε κάποιος να αποκτήσει αρκετά φθηνά σε σχέση με την αρχική τους αξία.
Οι μηχανές αυτές δεν έχουν σταματήσει να δουλεύουν, ούτε η χαμηλή τους τιμή σημαίνει ότι βγάζουν χειρότερες φωτογραφίες από τις καινούριες ψηφιακές. Σημαίνει απλά ότι εγκαταλείφθηκαν για χάρη της ψηφιακής τεχνολογίας. Δεν ενδιαφερόμαστε, όμως, να κάνουμε ένα debate μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού μέσου. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να σταθούμε δίπλα στο νέο φωτογράφο που αποφασίζει να ασχοληθεί με το φιλμ, και να δούμε τι αναλογικός εξοπλισμός υπάρχει διαθέσιμος, εν έτει 2013.
Μικρό φορμά (35mm)
Ως μικρό φορμά ονομάζουμε το γνωστό μας καρούλι 35mm, αυτό με τις (συνήθως) 36 πόζες. Επισήμως λέγεται «φορμά 135», ενώ το επίθετο «μικρό» προέρχεται από τη σύγκριση με άλλα, μεγαλύτερα σε μέγεθος, φορμά, που υπήρχαν πολλά χρόνια πριν κυκλοφορήσει. Το μέγεθος ενός καρέ μικρού φορμά είναι 36mm x 24mm, ακριβώς το ίδιο με έναν Full Frame ψηφιακό αισθητήρα. Το «135άρι» (ή «35άρι») είναι τα πιο διαδεδομένο φιλμ, έχοντας κυριαρχήσει στην αγορά από την δεκαετία του 1960 και έπειτα. Έχει το ιδανικό μέγεθος για αρκούντως ποιοτικές εκτυπώσεις, οι μηχανές που το χρησιμοποιούν είναι μικρές και εύκολες στη χρήση, προσφέρει αρκετές πόζες ανά φιλμ σε σχέση με τα άλλα φορμά και εμφανίζεται σε όλα τα φωτογραφικά εργαστήρια πολύ γρήγορα.
Όταν έγινε η μαζική καταναλωτική μετάβαση από το αναλογικό στο ψηφιακό, χιλιάδες μηχανές μικρού φορμά βρέθηκαν στο ράφι, και μπορούν να αποκτηθούν, κυριολεκτικά, για μια χούφτα ευρώ. Οι μηχανές αυτές συνήθως χωρίζονται χονδρικά σε τρεις κατηγορίες: compact, SLR και τηλεμετρικές. Ακολούθως, θα παρουσιάσουμε μερικές ενδιαφέρουσες περιπτώσεις για κάθε κατηγορία.
Compact
Οι αναλογικές compact μηχανές μπορεί να ακούγονται «βαρετές» διότι δεν αλλάζουν φακούς και συνήθως δεν επιτρέπουν στο χρήστη να κάνει πολλές ρυθμίσεις, αλλά έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα: χωράνε σε μια τσέπη και (εν αντιθέσει με τις ψηφιακές compact) δίνουν το ίδιο μέγεθος καρέ (36x24mm, ή Full Frame) με τις μεγαλύτερες μηχανές. Επίσης, ακριβώς λόγω της υπερπροσφοράς τους, υπάρχουν περιπτώσεις compact που μπορει κάποιος να αποκτήσει με 30-40€, ενώ συνήθως δεν τις έχουν κακομεταχειριστεί οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες τους.
Όταν ψάχνουμε για compact, τα κύρια κριτήριά μας είναι ο φακός, που προτιμούμε να είναι σταθερός, ευρυγώνιος και φωτεινός, και η δυνατότητα για manual ρυθμίσεις, ή έστω προτεραιότητα διαφράγματος. Σε γενικές γραμμές οι compact μηχανές δεν είχαν πολύ ευρυγώνιους φακούς (συνήθως μεταξύ 35 & 40mm) και είναι λίγες οι περιπτώσεις compact με 28mm φακό (οι οποίες είναι και αρκετά πιο ακριβές από τις υπόλοιπες). Επίσης, αν η μηχανή έχει αυτόματη εστίαση, θα ήταν καλό να έχει και κάποιο τρόπο για χειροκίνητη εστίαση, τουλάχιστον για να μπορούμε να επιλέξουμε υπερεστιακή απόσταση.
![](http://farm2.staticflickr.com/1329/612991874_fa8bb5d4ba.jpg)
Ο βασιλιάς στην κατηγορία των compact παραμένει η Olympus, που έβγαζε πάντα πολύ καλές μηχανές με πολύ καλούς φακούς και σε προσιτές τιμές. Η σειρά που μας ενδιαφέρει είναι οι Olympus XA, με την πρώτη ΧΑ να είναι ουσιαστικά μια τηλεμετρική compact, με 35mm/f2.8 φακό και προτεραιότητα διαφράγματος. Οι υπόλοιπες είναι η Olympus ΧΑ2 που είναι zone-focus, με 35mm/f3.5 φακό και δουλεύει μόνο σε Program mode, και η ΧΑ4, ακριβώς ίδια με την ΧΑ2 αλλά με 28mm φακό. Μια Olympus XA μπορεί να βρεθεί με 80-120ευρώ, ενώ η ΧΑ2 βρίσκεται ως και με 50€. Η ΧΑ4, δυστυχώς, είναι πολύ πιο σπάνια και μπορεί να ξεπεράσει τα 150 ευρώ. Η επόμενη γενιά των compact της Olympusείναι οι Olympus mju. Σε εκείνη τη σειρά η Olympus έβγαλε πάρα πολλά μοντέλα, αλλά εμάς με ενδιαφέρει κυρίως το μοντέλο mju II, που έχει τον σταθερό 35mm/f2.8 φακό, ενώ έχει και (σε σχέση με τις παλιότερες ΧΑ) αυτόματη εστίαση. Η Olympus mju II, κατά το 2013, μπορούσε εύκολα να βρεθεί με 20-30€. Πλέον, εν έτει 2021, η τιμή της ξεπερνάει εύκολα τα 150 ευρώ. Καθοριστικό ρόλο στην αύξηση του κόστους παίζει και η συρρίκνωση του διαθέσιμου στοκ μεταχειρισμένων μηχανών.
Οι υπόλοιπες εταιρείες εκείνη την εποχή δεν είχανε τόσο ενδιαφέρουσες προτάσεις (όσον αφορά συνδυασμό τιμής και ποιότητας φακού), αλλά υπήρξαν πολλές κυκλοφορίες premium compact μηχανών που απευθύνονταν ουσιαστικά σε επαγγελματίες, με εξαιρετικούς φακούς από 28 μέχρι 35mm και πολλές διαθέσιμες ρυθμίσεις. Με μια γρήγορη απαρίθμηση, Nikon 28Ti, Nikon 35Ti, Ricoh GR1, Konica Hexar AF, Contax T3, Yashica T3, Yashica T4. Αυτές οι μηχανές συνήθως φτάνουν στα 300 και 400€, αλλά έχουν πολύ καλύτερους φακούς, καλύτερη εργονομία και αντίστοιχη ποιότητα κατασκευής.
εικόνες τραβηγμένες με τις Olympus XA (κάτω σειρά) και Olympus XA2 (πάνω σειρά)
SLR (Single Lens Reflex - μονοοπτικές)
![Pentax MX CaptOblivious.jpg](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/8/8a/Pentax_MX_CaptOblivious.jpg)
Οι γνωστές μας SLR είναι πολύ πιο εύκολη υπόθεση: η δεκαετία του 1970 ηταν η χρυση εποχή τους, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 όταν και εμφανίστηκε η αυτόματη εστίαση. Από εκεί και έπειτα οι μηχανές πλαστικοποιήθηκαν, αυτοματοποιήθηκαν και έχασαν την αύρα τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι σύγχρονες αναλογικές μηχανές είναι κακές αλλά, δεδομένου ότι μοιάζουν πάρα πολύ με τους ψηφιακούς απογόνους τους, δεν δίνουν την ίδια αίσθηση στο χρήστη όπως οι παλιές «κλασσικές» SLR.
Οι κλασσικές SLR έχουν χειροκίνητη εστίαση, εξωτερικά dials με τις απαραίτητες ρυθμίσεις (και τίποτα περιττό), ωραία σχεδίαση και δέχονται τις παλιές σειρές φακών κάθε εταιρείας (με εξαίρεση τη Nikon). Αυτό συμβαίνει διότι όταν εμφανίστηκε η αυτόματη εστίαση, όλες (εκτός Nikon) οι εταιρείες αναγκάστηκαν να αλλάξουν μοντούρα για να δουλέψει σωστά το σύστημα αυτόματης εστίασης. Έτσι, οι παλιές τους μοντούρες έμειναν «ορφανές», κάτι που είναι πολύ καλό για τον επίδοξο αγοραστή, αφού μπορεί να βρει πολλούς και καλούς φακούς σε εξαιρετικές τιμές.
Τα μοντέλα που ξεχωρίζουν και κυκλοφορούν ευρέως είναι τα εξής:
Nikon FM / FM2 / FE / FE2 / FG
Canon A-1 / AE-1
Pentax K1000 / KX / ME Super / MX
Olympus OM-1 / OM-2 / ΟΜ-2n
Minolta XD-5 / XD-7 / X-300 / X-500 / X-700 / XG-1
Υπάρχουν δεκάδες ακόμα εταιρείες που έβγαζαν πολύ καλές SLR εκείνη την εποχή (Yashica, Ricoh, Rollei, Voigtlander, Fujica, Contax, και άλλες), οπότε πάντα χρειάζεται μια παραπάνω έρευνα αγοράς. Ευτυχώς οι περισσότερες υπάρχουν σε διάφορες σελίδες στο διαδίκτυο, και το Google είναι φίλος μας. Μια καλή SLR της εποχής εκείνης αποτιμάται από 50 μέχρι 250 ευρώ, παρέα με τον συνηθισμένο (και εξαίρετο) 50mm φακό της.
![](http://farm5.staticflickr.com/4005/5074520045_f6c3241520.jpg)
Στην πιο χαμηλή τιμή, πέρα από τα προαναφερθέντα μοντέλα, αξίζουν "δευτεροκλασάτα" ονόματα όπως η Ricoh KR-10 Super (με Pentax K-mount, άρα δέχεται όλους τους παλιούς K-mount φακούς), οι σειρές Yashica FR και Yashica FX (με εξαιρετικούς Contax/Yashica φακούς που δυστυχώς είναι δυσεύρετοι και ακριβοί) και η Fujica ST605n (που παίρνει βιδωτούς M42 φακούς). Η ανώτατη τιμή συνήθως απευθύνεται στις Nikon, που λόγω της ιστορικής μοντούρας κρατάνε ψηλά την τιμή τους.
Αντίστοιχα, είναι πολύ εύκολο να βρεθούν φακοί σε πολύ χαμηλές τιμές, από 20-50 ευρώ για τους κλασσικούς και αξιόπιστους 28mm/2.8, 35mm/2.8, 50mm/1.8, 135mm/f2.8, μέχρι 200-250 ευρώ για τις πιο ποιοτικές και φωτεινές εκδόσεις τους (28mm/f2, 35mm/f2, 50mm/f1.4 ή f1.2, 85mm/f1.8). Δεν είναι τυχαίο ότι αναφερόμαστε μόνο σε φακούς σταθερού εστιακού μήκους. Την εποχή εκείνη μόλις είχαν πρωτοεμφανιστεί οι zoom φακοί και συνήθως ήταν πιο σκοτεινοί, είχαν περίεργα εστιακά μήκη (το σύνηθες ήταν το 35-70mm/f4) και υστερούσαν σε ποιότητα των σταθερών φακών (όπως συμβαίνει και στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή). Εξάλλου, το μέγεθος των μηχανών ευνοούσε τη χρήση μικρών σταθερών φακών. Κατ'επέκταση, αποφύγετε τους zoom φακούς.
Η πληθώρα του διαθέσιμου εξοπλισμού στην κατηγορία των κλασσικών SLR είναι τέτοια, που το μόνο που χρειάζεται κάποιος πριν κάνει την αγορά του είναι να τσεκάρει πόσο εύκολα μπορεί να βρει τους επιθυμητούς φακούς. Ένα κλασσικό κιτ περιλαμβάνει την SLR με τον πανταχού παρόντα 50άρη φακό, και μετά ένα 28 ή 35mm και πιθανώς κάτι σε 135mm/2.8, που ήταν πάντα πιο διαθέσιμο και φτηνό εστιακό μήκος από το 85mm. Έτσι με τρεις φακούς καλύπτονται όλες οι περιπτώσεις, από τοπίο μέχρι πορτραίτο, ενώ ο φωτεινός 50άρης βοηθάει σε καταστάσεις χωρίς φως. Το όλο κιτ μπορεί, με λίγη υπομονή και καλή έρευνα αγοράς, να κοστίσει λιγότερο από 250 ευρώ.
On a personal note, η εταιρεία που έχει κερδίσει την προτίμησή μου στις SLR των '70s είναι η Minolta. Είμαι κάτοχος των Minolta XD-7 και X-500, και τις θεωρώ κορυφαίες μηχανές όσον αφορά τη σχέση τιμής/απόδοσης στη σύγχρονη εποχή. Πέρα από ότι βρίσκονται σχετικά εύκολα στο eBay αλλά και σε second-hand sites, το σημαντικό τους στοιχείο είναι η διαθεσιμότητα των φακών (της Minolta αλλά και άλλων εταιρειών) σε MD-mount. Το kit που περιγράφεται στην προηγούμενη παράγραφο δεν είναι τυχαίο, αφού πρόκειται για το kit που έχτισα πριν λίγα χρόνια: Tokina RMC MD 24mm/2.8, Minolta MD 28mm/2.8, Chinon MD 35mm/2.8, Minolta MD 50mm/f1.4, Minolta MD 135mm/f2.8, συνολικό τελικό κόστος λιγότερο από 250 ευρώ (συμπεριλαμβάνοντας και την XD-7).
![](http://farm6.staticflickr.com/5270/5657276797_7669c55f97.jpg)
εικόνες τραβηγμένες με τις Minolta X-500 & Minolta XD-7 φακός ανά εικόνα: (1) Minolta 28mm/2.8 // (2) Minolta 135mm/f2.8 // (3) Minolta 50mm/f1.4 (4) Minolta 28mm/2.8 // (5) Chinon MD 35mm/f2.8 // (6) Minolta 28mm/f2.8
Τηλεμετρικές (Rangefinder)
Leica by Lise Sarfati
Όταν ακούγεται η έννοια «τηλεμετρική μηχανή», το μυαλό όλων πάει στη Leica, στη δεκαετία του 1940 και 1950, στους διάσημους φωτογράφους που τις καθιέρωσαν και, τέλος, στην φαινομενικά υψηλή τιμή που κρατάνε ακόμα και σήμερα. Ένα ενδιαφέρον ιστορικό στοιχείο, είναι ότι η πρώτη κάμερα της Nikon ήταν τηλεμετρική και ότι η Nikon κυκλοφορούσε μόνο τηλεμετρικές μηχανές (και μάλιστα πολύ αξιόλογες) από το 1948 μέχρι το 1959. Τηλεμετρικές έβγαζε και η Canon εκείνη την εποχή, ενώ σχεδόν όλες οι φωτογραφικές εταιρείες έκαναν αντίστοιχες προσπάθειες τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, πριν «ωριμάσει» η τεχνολογία των SLR. Κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 διεξαγόταν μια άτυπη μάχη μεταξύ SLR και τηλεμετρικών, με τις πρώτες εν τέλει να κατακτούν την αγορά.
Η κύρια διαφορά μιας τηλεμετρικής μηχανής σε σχέση με μια SLR είναι, φυσικά, η έλλειψη του καθρέπτη. Ο φωτογράφος βλέπει την εικόνα του μέσα από το εξωτερικό οπτικό σκόπευτρο και χρησιμοποιεί το – ενσωματωμένο στο οπτικό σκόπευτρο – τηλέμετρο (rangefinder) για να εστιάσει. Έτσι, εν αντιθέσει με τις SLR, δεν βλέπει ακριβώς την εικόνα που θα αποτυπωθεί στο φιλμ, κάτι που έχει θετικές και αρνητικές επιπτώσεις. Στα αρνητικά, όταν το θέμα του είναι πολύ κοντά, υπάρχει σφάλμα παράλλαξης, ενώ επίσης οι φακοί των τηλεμετρικών δεν εστιάζουν τόσο κοντά όσο οι φακοί των SLR. Στα θετικά, λόγω έλλειψης θαμπόγυαλου και ύπαρξης μεγαλύτερου σκόπευτρου, ο φωτογράφος δεν μπερδεύεται από το «θόλωμα» των ανεστίαστων περιοχών, ενώ επίσης βλέπει έξω από το κάδρο του και άρα μπορεί να προβλέψει τι κινούμενα στοιχεία θα βρίσκονται στο κάδρο του σε λίγη ώρα.
Η έλλειψη καθρέπτη είναι και ένα τεράστιο πλεονέκτημα όσον αφορά την ποιότητα εικόνας, τη χρήση πολύ αργών ταχυτήτων και το θόρυβο της μηχανής. Δεδομένου ότι απουσιάζει ο κραδασμός από την κίνηση του καθρέπτη, οι ταχύτητες κατά τις οποίες μπορεί ένας φωτογράφος να κρατήσει σταθερό το χέρι του είναι πολύ πιο χαμηλές σε σχέση με τις SLR. Όταν με μια SLR λέμε ότι η «safe» ταχύτητα κλείστρου είναι 1/60sec, με μια τηλεμετρική δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με ταχύτητες ως και 3 φορές πιο αργές, δηλαδή 1/30, 1/15, 1/8sec. Ταυτόχρονα, η απουσία ήχου από την κίνηση του καθρέπτη καθιστά τον φωτογράφο πολύ πιο αθόρυβο – κάποτε στα θέατρα, στις πρόβες τζενεράλε, υπήρχε ο κανόνας ότι «απαγορεύονται όλες οι μηχανές εκτός των τηλεμετρικών». Τέλος, και πιο σημαντικό από όλα, η απουσία του mirrorbox, επιτρέπει την πολύ καλύτερη σχεδίαση φακών. Στις SLR όλοι οι ευρυγώνιοι φακοί έχουν σχεδίαση retrofocus διότι δεν μπορούν να πλησιάσουν τόσο κοντά στο φιλμ/αισθητήρα ώστε να δώσουν το πραγματικό εστιακό μήκος - έτσι χρησιμοποιούνται διάφορα τρικ της οπτικής επιστήμης ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στις τηλεμετρικές, όμως, δεν υπάρχει καθρέπτης στη μέση, οπότε ο φακός μπορεί να πλησιάσει όσο θέλει το επίπεδο του φιλμ, κάτι που επιτρέπει για πολύ πιο απλές, και άρα καλύτερες, σχεδιάσεις φακών. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι ευρυγώνιοι τηλεμετρικοί φακοί έχουν μηδενικές παραμορφώσεις σε σχέση με τους αντίστοιχους SLR ευρυγώνιους, ενώ όλοι οι τηλεμετρικοί φακοί είναι πολύ πιο μικροί σε μέγεθος από τους SLR, και συνήθως είναι πολύ πιο φωτεινοί (το 35mm/f1.4 και το 50mm/f1.1 είναι κάτι συνηθισμένο και σχετικά φτηνό). Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους ίδιους λόγους οι τηλεμετρικές μηχανές είναι αρκετά πιο ελαφριές και ογκώδεις από τις SLR.
![Stanley Kubrick & Leica](http://www.overgaard.dk/thorstenovergaardcom_copyrighted_graphics/stanley-kubrick-self-portrait_640w.jpg)
Οι καλές περιπτώσεις στις τηλεμετρικές είναι αρκετά πιο ακριβές από τις SLR, λόγω πιο πολύπλοκης κατασκευής, μικρότερης παραγωγής και μεγαλύτερης ζήτησης, αλλά ο επίδοξος αγοραστής δεν πρέπει να ξεχνάει ότι μια Leica, μια Zeiss Ikon, μια Voigtlanger Bessa, μια Contax δεν θα χάσει ποτέ την αξία της, και αν μια από αυτές τις μηχανές βγει στο σφυρί, πάντα θα βρεθεί κάποιος που θα τη θέλει. Η πιο νέα προσφορά στον χώρο έρχεται από τη Voigtlander, που την τελευταία δεκαετία σχεδίασε και κυκλοφόρησε μια νέα τηλεμετρική σειρά, τις Bessa R, με το πιο πρόσφατο μοντέλο να είναι το R4A/R4M (δυο διαφορετικές εκδόσεις, μια μόνο Manual και μία που έχει και Aperture Priority mode). Πρόκειται για εξαιρετικές μηχανές που μπορεί κάποιος να αποκτήσει με 400-700 ευρώ (ανάλογα το μοντέλο), και οι οποίες έχουν μοντούρα Leica-M και άρα παίρνουν όλους τους M-mount φακούς της Leica, της Zeiss και της ίδιας της Voigtlander. Αντίστοιχα, σε Leica αξίζει κάποιος να κοιτάξει την Leica M6 TTL, που θεωρείται το κορυφαίο μοντέλο της Leica με ενσωματωμένο φωτόμετρο, και τιμάται 1200-1500 ευρώ. Επίσης εξαιρετικά μοντέλα, χωρίς φωτομέτρο, είναι οι Μ2, Μ3, Μ4, Μ4-P, M4-2, με τιμές που παίζουν από 500 μέχρι 900 ευρώ. Στα ίδια χνάρια ακολουθεί και η Zeiss Ikon, μια μηχανή που πολλοί λένε ότι είναι «μια βελτιστοποιημένη Leica», με εξαιρετική ποιότητα κατασκευής, φωτόμετρο, δυνατότητα Aperture Priority (που δεν έχει καμία Leica πέραν της αρκετά πιο καινούριας και ακριβής M7) και τιμές αντίστοιχες της Leica M6. Όποιος βρει την Konica Hexar RF θα είναι πολύ χαρούμενος, αφού αυτό το μικρό διαμαντάκι έχει μοντούρα Leica-M μοιάζει πάρα πολύ με τις Zeiss Ikon και Leica M7 αλλά κυκλοφορεί σε πολύ πιο χαμηλές τιμές. Τέλος, υπάρχουν και οι Contax G1/G2, ψευδο-τηλεμετρικές μηχανές με αυτόματη εστίαση και φακούς Carl Zeiss (με μοντούρα Contax G).
Στους φακούς, τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά. Πέρα από την Contax που έφτιαξε καινούριο lens mount, όλες οι υπόλοιπες εταιρείες μοιράζονται το Μ-mount της Leica, ή το παλιότερο LTM-mount, το οποίο όμως με ένα πολύ φθηνό αντάπτορα μεταμορφώνεται σε M-mount.
Σε M-mount, υπάρχουν οι κορυφαίοι και αρκετά ακριβοί Leica, οι κορυφαίοι και σχετικά πιο φτηνοί Carl Zeiss και οι κορυφαίοι και αρκετά πιο φτηνοί Voigtlander. Με 400-600 ευρώ μπορεί κάποιος να αγοράσει έναν εκ των Voigtlander 28mm/f2, 35mm/f1.4, 40mm/f1.4 και να είναι απόλυτα ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Αν μπορεί να ξοδέψει λίγα παραπάνω, με 800-1000 ευρώ παίρνει Carl Zeiss 28mm/2.8, 35mm/f2, 50mm/f1.5, ενώ αν τα λεφτά δεν είναι ιδιαίτερο πρόβλημα, μπορεί να πάει σε Leica, όπου κάθε φακός (ιδιαίτερα οι καινούριοι) ξεπερνάει τα 1500-2000 ευρώ.
Τέλος, αν κάποιος έχει όρεξη να τζογάρει, υπάρχουν οι ρώσικοι LTM φακοί που ενώ προορίζονταν για τις ρώσικες τηλεμετρικές (Zorki, FED), μπορούν με ένα LTM-to-M mount adapter να λειτουργήσουν εξίσου καλά σε όλες τις υπόλοιπες τηλεμετρικές μηχανές. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στους Jupiter-8 50mm/f2, Jupiter-3 50mm/f1.5, Jupiter-12 35mm/f2.8, που είναι όλοι βασισμένοι σε μεταπολεμικά σχέδια Carl Zeiss. Αυτοί οι φακοί κυκλοφορούν σε πολύ χαμηλές τιμές (από 50 μέχρι 150 ευρώ) αλλά το ελαστικό quality control της Σοβιετικής Ένωσης σημαίνει ότι η αγορά τέτοιων φακών είναι λίγο ...ρώσικη ρουλέτα. Παρ'όλα αυτά θεωρούνται πολύ αξιόλογοι φακοί, και αξίζει το κυνήγι (και πιθανώς ένα καλό σέρβις) για μια καλή κόπια, αν κάποιος δεν έχει τα χρήματα για τις αντίστοιχες προτάσεις από Voigtlander, Carl Zeiss και Leica.
![](http://farm6.staticflickr.com/5294/5488700538_58aeb870e5_n.jpg)
Πέρα όμως από τις τηλεμετρικές με εναλλάξιμους φακούς, υπάρχει και μια ολόκληρη γενιά τηλεμετρικών μηχανών με σταθερούς φακούς, που εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του ’70, σε μια μάχη πολλών εταιρειών για την ευρύ καταναλωτικό κοινό που απλά ήθελε μια μικρή, εύκολη και φτηνή κάμερα. Αυτές οι κάμερες είχαν σταθερό φακό, με εστιακό μήκος 35-45mm και αρκετά ανοιχτό διάφραγμα (f1.7-f2.8), και ήταν ημι-αυτόματες, είτε με προτεραιότητα διαφράγματος είτε με προτεραιότητα ταχύτητας.
Καλές περιπτώσεις είναι οι Konica Auto S2, Yashica Electro 35 GSN (προτεραιότητα διαφράγματος) και οι Minolta 7sII, Olympus 35RC, Olympus SP35, Canon QL 17 G-III, Ricoh 500G (προτεραιότητα κλείστρου αλλά και δυνατότητα manual), ενώ πιο παλιά βρίσκουμε περιπτώσεις όπως η Minolta Minoltina AL-S, μόνο manual και με υπέροχο 45mm/f1.8 φακό. Όλες αυτές οι μηχανές της εποχής εκείνης χρειάζονται μια μίνι μετατροπή στη μπαταρία για να δουλέψουν, και συνήθως μπορεί να τις βρει κάποιος με 50-100 ευρώ. Δε μπορούν να συγκριθούν με τις «κανονικές» τηλεμετρικές αλλά είναι μια καλή εισαγωγή στον κόσμο των τηλεμετρικών μηχανών, σχετικά μικρές, πλήρως αθόρυβες και με πολύ καλούς φωτεινούς φακούς.
![](http://farm3.staticflickr.com/2861/9636194996_15fb9ff53f.jpg)
![](http://farm3.staticflickr.com/2818/9662880625_a5eecd21a6.jpg)
εικόνες τραβηγμένες με τη Leica M4 και τον Voigtlander 28mm/f2
Από πού αγοράζω;
Για τον εν Ελλάδι κάτοικο, υπάρχουν δύο μονοπάτια για αγορά αναλογικής μηχανής. Είτε επισκέπτεται τα ειδικευμένα μαγαζιά, που βρίσκονται κυρίως στο κέντρο της Αθήνας, είτε κοιτάει προς εξωτερικό μέσω διαδικτύου. Τα ελληνικά μαγαζιά έχουν αρκετά μοντέλα 35mm SLR, εστιάζοντας κυρίως στους «big five» (Nikon, Canon, Olympus, Minolta, Pentax), ενώ έχουν και κάποια ποικιλία σε τηλεμετρικές μηχανές (είτε με εναλλάξιμους φακούς είτε με σταθερό φακό). Οι τιμές τους αντικατοπτρίζουν τη σχετική εγχώρια σπανιότητα (και, δυστυχώς, την τάση του Έλληνα να είναι αποκομμένος από την πραγματικότητα - αυτό αφορά κυρίως τα private listings μέσω καταστημάτων και όχι τα ίδια τα καταστήματα), αλλά και το γεγονός ότι όλοι έχουν ελέγξει τις μηχανές που πουλάνε και τις δίνουν με εγγύηση καλής λειτουργίας. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι πιθανώς καλύτερο για τον αγοραστή να πληρώσει κατιτίς παραπάνω και να ξέρει ότι η μηχανή που αγόρασε έχει περάσει σέρβις και καλύπτεται από εγγύηση, παρά να μπλέξει με την αβεβαιότητα του eBay και των λοιπών διαδικτυακών χώρων. Την ίδια δουλειά επίσης κάνουν διάφορα μαγαζιά με online shop– παράδειγμα ο ffordes, που βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο (που δυστυχώς εν έτει 2021 έχει πλέον τελωνειακούς δασμούς) και έχει τεράστια ποικιλία φωτογραφικού εξοπλισμού, σε σχετικά καλές τιμές.
Καταστήματα με μεταχειρισμένο φωτογραφικό εξοπλισμό στην Αθήνα:
Πικόπουλος, Λέκκα 26, 3ος όροφος
Σκιαδόπουλος, Μαυρομιχάλη 1
Γιαννάτος, Εμμ. Μπενάκη 10
Παπαδάκης, Εμμ. Μπενάκη 5
Αγορά από διαδίκτυο;
Το eBay, άλλα αντίστοιχα auction sites και τα διάφορα αμερικάνικα φωτογραφικά φόρουμ έχουν πάρα πολλές ευκαιρίες. Ένας προσεκτικός περιηγητής μπορεί να βρει λαβράκια, που δεν θα έβρισκε ποτέ στα «επίσημα» μαγαζιά. Το ρίσκο του διαδικτύου μπορεί να περιοριστεί με κάποια πολύ απλά βήματα: αξιολογούμε το άτομο που πουλάει (βλέπουμε παλιότερες αγγελίες του, πως εκφράζεται, το διαδικτυακό παρελθόν του στο φόρουμ ή την αξιολόγηση στο eBay), διαβάζουμε προσεκτικά την αγγελία και ψάχνουμε για τα «in fully working order» και «tested», κάνουμε έρευνα στις παρελθοντικές αγγελίες αντίστοιχου εξοπλισμού για να δούμε σε τι τιμές περίπου κινούνται, χρησιμοποιούμε το Google για να βρούμε σελίδες με πληροφορίες για τον εξοπλισμό που μας ενδιαφέρει. Υπάρχουν χιλιάδες σελίδες στο διαδίκτυο για κάθε είδους μηχανή, και με ένα γρήγορο google search μπορούμε να βρούμε πληροφορίες, συγκρίσεις, υπέρ και κατά, πιθανά προβλήματα. Τέλος, εμπιστευόμαστε λίγο τη θεά Τύχη αλλά χωρίς να παρασυρόμαστε από το bidding war – το σωστό είναι να θέτουμε στον εαυτό μας την ανώτατη τιμή που είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε για ένα αντικείμενο, και να μην την ξεπερνάμε ποτέ. Η αγορά του διαδικτύου είναι μεγάλη και, αργά ή γρήγορα, θα καταφέρουμε να βρούμε αυτό που θέλουμε σε καλή κατάσταση και σε σωστή τιμή.
Μεσαίο Φορμά;
Η ενότητα για τον εξοπλισμό μεσαίου φορμά βρίσκεται εδώ.