articles Thodoris Markou articles Thodoris Markou

Francesca Woodman (b. 1958, d. 1981)

Francesca Woodman is best known for her self-portraits, although she rarely reveals herself in them. Her images feel like a view into her mind, her senses, her soul. After her death, she gained fame, and her images were appreciated much more than during her lifetime.

Francesca Woodman was born on April 3, 1958.

Francesca Woodman is best known for her self-portraits, although she rarely reveals herself in them. She uses objects, obstructions, abstractions and blurriness to create a sense of the psyche. She usually poses nude of semi-nude, which adds to the ethereal nature of her images. She cares not for perfectly arranged framing, or clean backgrounds - on the contrary, she enjoys messiness and distorted frames. Her images feel like a view into her mind, her senses, her soul.

Francesca committed suicide on January 19, 1981.

After her death, she gained fame, and her images were appreciated much more than during her lifetime.

Read More
articles Thodoris Markou articles Thodoris Markou

H φωτογραφία σε βιβλία

Ένα μικρό κομμάτι της Ιστορίας της Φωτογραφίας, μέσα από επιλεγμένα φωτογραφικά βιβλία.

Η φωτογραφία ήταν εξαρχής μια "τυπωμένη" τέχνη. Ξεκίνησε από τις μονές εικόνες, εξελίχθηκε στις ομαδοποιημένες εικόνες και κατέληξε στα φωτογραφικά σύνολα. Όσο περνούσε ο καιρός, η φωτογραφική σκέψη λειτουργούσε ολοένα και περισσότερο με γνώμονα το "έργο", ένα σύνολο εικόνων με κοινές συνιστώσες (θεματολογικά ή/και φορμαλιστικά). Η φωτογραφία άρχισε σιγά σιγά να ζει σε βιβλία. Τα περισσότερα από αυτά δημιουργήθηκαν από μια απλή συγκέντρωση και ταξινόμηση του έργου ζωής ενός φωτογράφου, τότε που ο φωτογράφος ήταν συνυφασμένος με το αρκετά συγκεκριμένο φωτογραφικό έργο του. Από τη δεκαετία του '50 και έπειτα, περισσότεροι φωτογράφοι άρχισαν να καταπιάνονται με διακριτά projects, στήνοντας έτσι φωτογραφικά βιβλία με μικρότερο θεματολογικό εύρος αλλά πολύ μεγαλύτερη συνοχή. Κατά καιρούς εμφανίστηκαν βιβλία/projects που λειτουργήσαν καταλυτικά και άνοιξαν νέους δρόμους στη φωτογραφία.

Η σύγχρονη ψηφιακή εποχή δεν έχει αφήσει πολύ χώρο στο βιβλίο. Η σύγχρονη εποχή δεν έχει αφήσει ιδιαίτερο χρόνο ούτε στην ιστορία της φωτογραφίας. Όμως τα φωτογραφικά βιβλία, αυτά που στην ουσία αποτελούν την ιστορία της φωτογραφίας, παραμένουν ο καλυτερος τρόπος για να μάθει κάποιος φωτογραφία. Αυτή η γραμμή που οδηγάει από τον Walker Evans στον Robert Frank και τον Bruce Davidson, που στρίβει διαγώνια για να συναντήσει τους Lee Friedlander και Garry Winogrand, που προσθέτει χρώμα με τους Stephen Shore, Joel Meyerowitz & Joel Sternfeld, που απενοχοποιεί το snapshot με τον William Eggleston, που μπαίνει στην ατμόσφαιρα της Fransesca Woodman και της Sally Mann, που βυθίζεται στις εμμονές του Michael Ackerman και του Anders Petersen. Αυτή η γραμμή, η Ιστορία της Φωτογραφίας, αξίζει να μελετηθεί μέσα από τα φωτογραφικά βιβλία.

Σκοπός αυτής της λίστας είναι να προτείνει κάποια προσιτά φωτογραφικά βιβλία. Ως "πηγή" διάλεξα το αγγλικό Amazon, δεδομένου ότι έχει μεγάλη ποικιλία, φυσιολογικές τιμές και εύκολη παράδοση (εντός Ε.Ε.) στην Ελλάδα. Ως μέγιστο "χαμηλό κόστος" όρισα τις 30 λίρες. Δυστυχώς τα φωτογραφικά βιβλία βγαίνουν σε μικρά τιράζ και τα καλά φωτογραφικά βιβλία έχουν την τάση να εξαντλούνται σχετικά γρήγορα. Έτσι κάποια βιβλία που προσωπικά είχα αγοράσει φθηνά, πλέον πωλούνται σε τετραπλάσια τιμή (πχ το Half Life του Michael Ackerman το είχα αποκτήσει πριν μερικά χρόνια για ~30 αγγλικές λίρες). Παρ'όλα αυτά υπάρχουν αρκετά σημαντικά φωτογραφικά βιβλία σε φυσιολογικές (για την Ελληνική τσέπη τουλάχιστον) τιμές.

 

The History of Photography: From 1839 to the Present

Πρωτοεκδόθηκε το 1937, και είναι περισσότερο κείμενο παρά φωτογραφίες. Είναι μια καλή πηγή για την ιστορία της εξέλιξης του φωτογραφικού μέσου, σε τεχνικό αλλά και σε αισθητικό επίπεδο. Η πέμπτη έκδοσή του περιλαμβάνει 300+ φωτογραφίες από φωτογράφους όπως William Henry Fox Talbot, Timothy O'Sullivan, Julia Margaret Cameron, Peter Henry Emerson, Alfred Stieglitz, Paul Strand, Edward Weston, Dorothea Lange, Walker Evans, Ansel Adams, Brassaï, Henri Cartier-Bresson, Harry Callahan, Robert Frank & Diane Arbus. Σε αυτή τη νέα έκδοση έχουν συμπεριληφθεί και εκπρόσωποι της έγχρωμης φωτογραφίας, όπως οι Eliot Porter, Ernst Haas, William Eggleston, Stephen Shore και Joel Meyerowitz.

 

Walker Evans: American Photographs

41RjpjA5ioL._SL250_.jpg

Ο Walker Evans είναι ο προπομπός όλων, και ειδικότερα της ντοκουμενταρίστικης οπτικής της Αμερικάνικης φωτογραφίας. Ασχολήθηκε πολύ με το "κανονικό", το καθημερινό, τους απλούς ανθρώπους της κοινωνίας στην οποία ζούσε. Το "American Photographs" είναι ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία στην ιστορία της φωτογραφίας. Η πρώτη έκδοση έγινε το 1938 από το MOMA. Ευτυχώς συνεχίζει να εκδίδεται μέχρι σήμερα, οπότε και η τιμή του παραμένει σε φυσιολογικά επίπεδα.

 

Robert Frank: The Americans

41qQQbTiYxL._SL250_.jpg

Ο Robert Frank προσπάθησε να εκδόσει αυτό το βιβλίο στην Αμερική, όμως κανείς δεν το ήθελε. Τελικά το πήγε στη Γαλλία, όπου εκδόθηκε το 1958. Το "The Americans" άλλαξε το ρου της σύγχρονης φωτογραφίας, και είναι ένα από τα πιο σημαντικά φωτογραφικά βιβλία του 20ου αιώνα. Οι φωτογραφίες του Frank κοιτάνε πίσω από τη "χαρούμενη βιτρίνα" της Αμερικάνικης κοινωνίας, αποκαλύπτοντας τον ρατσισμό, τη διαφθορά και τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές λόγω του καταναλωτισμού, ενώ ταυτόχρονα τονίζουν όμορφες και ξεχασμένες πλευρές της Αμερικάνικης ζωής.

 

Garry Winogrand

51jKlmpDdcL._SL250_.jpg

Ο αγαπητός Garry είναι ο πρώτος φωτογράφος που κατάφερε να στραβώσει τόσο πολύ το κάδρο του, αλλά να μη χάσει ποτέ την ισορροπία του. Φωτογράφησε μανιωδώς τη Νέα Υόρκη, και πέθανε πρόωρα το 1984, αφήνοντας πίσω του 2.500 ανεμφάνιστα φιλμ (καθώς και άλλα 6.000 που είχε εμφανίσει αλλά δεν είχε καν κοιτάξει τι περιείχαν). Δε δούλεψε ποτέ με σκοπό τη δημιουργία συγκεκριμένου portfolio, αλλά μέσα από τον όγκο της δουλειάς του βγήκαν αρκετές θεματολογίες, όπως το The Animals, το Women Are Beautiful και το Public Relations. Δυστυχώς τα περισσότερα βιβλία του είναι εξαντλημένα, οπότε θα πρέπει να βολευτούμε με τη γαλλική ρετροσπεκτίβα που εκδόθηκε το 2014.

 

William Eggleston's Guide

51fT4PagMpL._SL250_.jpg

Το William Eggleston's Guide ήταν η πρώτη ατομική έκθεση έγχρωμης φωτογραφίας που παρουσιάστηκε ποτέ στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MOMA), και η πρώτη έγχρωμη φωτογραφική έκδοση του μουσείου. Ο καλλιτεχνικός κόσμος της εποχής δεν ήταν έτοιμος για τον κόσμο του Eggleston, γεμάτο έγχρωμα σνάπσοτς "αναμνηστικής αισθητικής", και αντέδρασε ανάλογα, με ύβρεις και αναθέματα. Ο Οδηγός του William Eggleston κατάφερε να αλλάξει τον υποτιμητικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζοταν η έγχρωμη φωτογραφία μέχρι εκείνη τη στιγμή, ανοίγοντας παράλληλα το δρόμο στα σνάπσοτς (που θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι ο πρόγονος του σημερινού instagram). Ο Οδηγός παραμένει σε κυκλοφορία: η αξία του είναι ανεκτίμητη, ενώ το κόστος πολύ χαμηλό.

Bruce Davidson: Subway

41oUAz7zd1L._SL250_.jpg

Ο Bruce Davidson είναι από τους λίγους φωτογράφους που είναι συνεπείς στην παραγωγή φωτογραφικών έργων υψηλού επιπέδου. Από το Brooklyn Gang των '50s/60s (τραβηγμένο με ασπρόμαυρο 35mm φιλμ) στο East 100th Street του 1970 (τραβηγμένο με ασπρόμαυρο φιλμ μεγάλου φορμά) και μετά στο Subway του 1986 (τραβηγμένο με έγχρωμο 35mm φιλμ), ο Davidson παραμένει μια ειδική περίπτωση φωτογράφου.  Στο Subway ο Davidson εξερευνά το μετρό της Νέας Υόρκης, τους χώρους και τους "θαμώνες" του. Ενώ ξεκίνησε το συγκεκριμένο project με ασπρόμαυρο φιλμ, συνειδητοποίησε ότι για να αποτυπώσει σωστά το μικρόκοσμο του υπόγειου σιδηρόδρομου, έπρεπε να δουλέψει με έγχρωμο φιλμ. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει: το Subway είναι ένα καθηλωτικό σκοτεινό ταξίδι στη βασική συγκοινωνιακή αρτηρία της Αμερικάνικης μητρόπολης. Η νέα έκδοση (2011) του βιβλίου έχει γίνει με σύγχρονες ψηφιοποιήσεις των Kodachrome slides που είχε τραβήξει ο Davidson 30 χρόνια νωρίτερα.

 

Stephen Shore: Uncommon Places

Αντιγράφω αυτολεξεί από παλαιότερο κείμενο: "Το 1982 κυκλοφορεί το βιβλίο Uncommon Places, το οποίο τοποθετεί τον Shore στο πάνθεον της φωτογραφίας. Η ύπαρξη του χρώματος στις εικόνες του είναι φυσική συνέχεια των σκηνών που καταγράφει. Ο Stephen Shore δεν «κυνηγάει» το χρώμα, ούτε επιλέγει συγκεκριμένες συνθέσεις ώστε να αναδείξει την ύπαρξή του. Οι φωτογραφίες του αποτυπώνουν τον αληθινό και άκρως φυσιολογικό κόσμο, από τη θέση ενός μακρινού παρατηρητή ή ενός περαστικού, αποφεύγοντας τα κοινωνικά σχόλια. Παγωμένες, αποστασιοποιημένες από γεγονότα και στιγμές, και ενίοτε λυρικές, χρησιμοποιούν το χρώμα σαν «άγκυρα». Το χρώμα φροντίζει να κρατήσει τις εικόνες αυτές προσγειωμένες, προσδίδοντας τους μια αίσθηση καθημερινότητας και προσκαλώντας τον θεατή να τις εξερευνήσει σα να είναι απλά μια πραγματικότητα."

 

Sally Mann: Immediate Family

Τα θέματα της Sally Mann είναι τα μικρά παιδιά της. Τα φωτογραφίζει χωρίς καμία αίσθηση ιδιωτικότητας, όταν είναι γυμνά, όταν κοιμούνται, όταν τρώνε, όταν παίζουνε, όταν είναι άρρωστα ή χτυπημένα. Όλοι μαζί ζούνε σε μια απομονωμένη φάρμα μέσα στη φύση, και η τεχνοτροπία της Mann (κάμερα μεγάλου φορμά και πολύ παλιοί φακοί) κάνει την ατμόσφαιρα ακόμα πιο ονειρική. Η Sally Mann στο Immediate Family φέρεται (φωτογραφικά) στα παιδιά της σα να μην είναι σίγουρη αν η μητρότητα είναι χαρά ή απελπισία, και οι φωτογραφίες της κατεβαίνουν ολοένα και πιο βαθιά στα τούνελ της οικογενειακής ζωής, εκεί που οι περισσότεροι δεν τολμάνε να πάνε.

 

Michael Ackerman: Fiction

Το "ιδανικό" βιβλίο του Michael Ackerman είναι το End Time City (1999), αλλά αυτό έχει εξαντληθεί χρόνια πριν. Το ίδιο συνέβη και στο Half Life (2010) λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του. Έτσι καταλήγουμε στο Fiction, του οποίου οι 91 εικόνες αρκούν για να σχηματίσουμε μια γλαφυρή εικόνα από τον περίεργο κόσμο του Ackerman. Οι φωτογραφίες του είναι περισσότερο μεταφυσικές παρά ντοκουμέντα του κόσμου, αινιγματικές και έντονα συναισθηματικές. Ο Ackerman χρησιμοποιεί το μέσο της φωτογραφίας για να εξερευνήσει έννοιες όπως ο χρόνος, η ζωή, ο θάνατος.

 

Trent Parke: Minutes to Midnight

Το 2003, ο Trent Parke ξεκίνησε ένα road trip στην χώρα του, την Αυστραλία. Το ταξίδι του κράτησε δύο χρόνια και 90.000 χιλιόμετρα. Το Minutes to Midnight είναι η καταγραφή αυτού του ταξιδιού, στην οποία ο Parke μας δείχνει τους συμπατριώτες του χρησιμοποιώντας την πολύ ιδιαίτερη τεχνική του, που ανακατεύει το ντοκουμέντο με την ατμόσφαιρα, προσθέτοντας μια βαριά δόση συναισθηματισμού. Το Dream / Life παραμένει το καλύτερό του έργο, αλλά δυστυχώς είναι απλησίαστο. To Minutes to Midnight μας δίνει μια καλή γεύση του συγκεκριμένου φωτογράφου, σε αρκετά χαμηλό κόστος.

 

The Fashion Magazines

Τα Fashion Magazines μια σειρά από βιβλία μόδας, τα οποία επιμελήθηκαν φωτογράφοι που δεν ασχολούνται συνήθως με τη μόδα. Τα καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτά της Lise Sarfati, του Alec Soth και του Paolo Pellegrin. Ειδικά για τους δύο πρώτους, που τα κανονικά τους βιβλία είναι πλέον δυσεύρετα και πολύ ακριβά, τα συγκεκριμένα fashion magazines είναι μια πολύ ωραία εισαγωγή στον κόσμο τους. Όσον αφορά τον Paolo Pellegrin, το Storm του είναι ένα πραγματικά ξεχωριστό βιβλίο, με τα τυπωμένα σε ριζόχαρτο low-key πορτραίτα γιαπωνέζων να αποδεικνύουν έμπρακτα τη δύναμη της τυπωμένης φωτογραφίας.

 

The Photofiles and the 55ers

Πρόκειται για retrospective εκδόσεις από διάφορες εκδoτικές εταιρείες (Thames & Hudson, Phaidon κ.α.) με χαρακτηριστικό το μικρό μεγεθός. Βοηθάνε σε μια πρώτη γνωριμία με τον εκάστοτε φωτογράφο, χωρίς να ανοίγουν μεγάλες τρύπες στη τσέπη.

 

Τα όχι-και-τόσο-φθηνά-αλλά-αξιόλογα


Joel Sternfeld: American Prospects

O Joel Sternfeld πατάει γερά πάνω στα χνάρια του American Photographs και του The Americans, προσθέτει χρώμα και σουρεαλισμό, αποκαλύπτει μεγαλοπρεπή πλάνα και δημιουργεί ένα θρύλο. Το American Prospects κυκλοφόρησε το 1987 και έγινε αμέσως κλασσικό. Στο βιβλίο αυτό ο Sternfeld ορίζει εκ νέου το Αμερικάνικο τοπίο, γεμάτο με σουρεαλιστικές στιγμές: ένας ελέφαντας ξαπλωμένος στη μέση ενός επαρχιακού δρόμου, ένας πυροσβέστης αγοράζει κολοκύθες όταν πίσω ένα σπίτι φλέγεται, ένα μωρό μέσα στην κούνια του βρίσκεται παρατημένο πάνω σε ένα φράγμα. Η μαεστρία του Sternfeld έγκειται στο ότι ενώ όλες αυτές οι σκηνές μοιάζουν σκηνοθετημένες, στην πραγματικότητα είναι όλες τους αυθόρμητες. Πρόκειται για ένα βιβλίο που αξίζει να κυνηγήσεις στη μεταχειρισμένη αγορά.

 

Josef Koudelka: Exiles

Όταν επανεκδόθηκε, το Σεπτέμβριο του 2014, κόστιζε λιγότερες από 30 λίρες, αλλά η έκδοση εξαντλήθηκε γρήγορα. Είναι ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία ενός από τους πιο σημαντικούς φωτογράφους της (σχετικά) σύγχρονης ευρωπαϊκής φωτογραφίας. Το Exiles είναι μια σύγχρονη Οδύσσεια, ο απολογισμός της ζωής του Josef Koudelka, μιας ζωής αφιερωμένης στην νομαδική περιπλάνηση. Ο Josef Koudelka, πέρα από ένας "ταξιδιώτης του παντός", είναι και ο φωτογράφος με τα πιο προσεγμένα φωτογραφικά κάδρα στην ιστορία των προσεγμένων φωτογραφικών κάδρων.

Read More
articles Thodoris Markou articles Thodoris Markou

Oι πρωτοπόροι της έγχρωμης καλλιτεχνικής φωτογραφίας

Η διαδρομή της έγχρωμης φωτογραφίας από την μαζική, καταναλωτική, χρήση στα μουσεία.

15.jpg

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο 5ο μονοθεματικό τεύχος του περιοδικού Φωτογράφος ("Χρώμα & Φωτογραφία"), τον Απρίλιο του 2014.note to english readers: this is an article about William Eggleston, Stephen Shore, and their contribution to color photography. You can use google translate to read it.

William Eggleston: Ο μεγάλος πρωτοπόρος του χρώματος

Μάιος 1976. Ο William Eggleston κάνει την πρώτη ατομική του έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (MoMA) της Νέας Υόρκης. Οι New York Times την ανακηρύσσουν ως την «...πιο μισητή έκθεση της χρονιάς». Ο Hilton Kramer, γνωστός κριτικός τέχνης της εποχής, τη σχολιάζει: «Ίσως να μην ήταν απόλυτα κακή… αλλά απόλυτα βαρετή ήταν σίγουρα!». Συνεχίζει λέγοντας ότι «πρόκειται για θλιβερές φιγούρες που κατοικούν σε ένα συνηθισμένο κόσμο ελάχιστης οπτικής αξίας». Το σοκ που επεφύλασσε το MoMA στον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής ήταν τόσο μεγάλο και οι φωτογραφίες του Eggleston τόσο διαφορετικές από οτιδήποτε είχαν συνηθίσει να βλέπουν μέχρι τότε. Ταυτόχρονα όμως, η παρουσίαση του Eggleston από ένα τόσο σημαντικό ίδρυμα τέχνης επέτρεψε, εν μια νυκτί, τη «νομιμοποίηση» του χρώματος στη φωτογραφία, ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης.

Ας γυρίσουμε πάλι στο παρόν, στον κόσμο της ολοένα αυξανόμενης φωτογραφικής κοινότητας, και συγκεκριμένα σε ένα χώρο φωτογραφικών σεμιναρίων που πραγματεύεται την πρόοδο της φωτογραφίας μέσα από την ιστορική της συνέχεια. Οι συμμετέχοντες στο σεμινάριο έχουν ξεκινήσει και «μαθαίνουν» τη θεωρία της φωτογραφικής σύνθεσης από τους φωτογράφους του 19ου αιώνα, και προχωράνε σιγά σιγά ανά τις δεκαετίες, σχολιάζοντας πως ο ένας φωτογράφος χτίζει πάνω στον άλλον, πως εξελίσσεται η φόρμα και η αισθητική. Και μετά έρχεται η ώρα της έγχρωμης φωτογραφίας, η ώρα του William Eggleston. Η πρώτη αντίδραση όλων είναι «τι μπούρδες βλέπουμε τώρα, γιατί μας το δείχνει αυτό;». Γυρίζουν τα κεφάλια γεμάτα απορία στον εισηγητή, ο οποίος κουβαλάει το βαρύ φορτίο να πρέπει να εξηγήσει, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, γιατί ο Eggleston είναι πιθανώς ο πιο σημαντικός φωτογράφος των τελευταίων πενήντα ετών.

guide_e

guide_e

Μέχρι τον Eggleston, το χρώμα στη φωτογραφία σηματοδοτούσε το φθηνό, το εμπορικό, το μπανάλ. Έγχρωμα φιλμ χρησιμοποιούσαν οι καθημερινοί άνθρωποι για να καταγράψουν τη ζωή τους, χρώμα χρησιμοποιούσαν οι εμπορικοί φωτογράφοι και οι διαφημιστές για να πουλήσουν το προϊόν τους. Η καλλιτεχνική φωτογραφική κοινότητα στεκόταν παγερά αδιάφορη απέναντι στο έγχρωμο φιλμ, υποστηρίζοντας ότι μέσω μιας τόσο απόλυτης αναπαραγωγής της πραγματικότητας, δεν γίνεται να παραχθεί τέχνη. Οι φωτογράφοι (αλλά και το κοινό) της εποχής είχαν συνηθίσει να θεωρούν το ασπρόμαυρο ως τη μοναδική φωτογραφική μορφή έκφρασης, αφού αφαιρούσε την καθημερινότητα του χρώματος, απλοποιώντας ταυτόχρονα την εικόνα, και επέτρεπε την προσήλωση στη σύνθεση. Οι περισσότεροι φωτογράφοι που προσπαθούσαν να ενσωματώσουν το χρώμα στις φωτογραφίες τους, συνήθως κατάφερναν απλά να δημιουργήσουν ...ασπρόμαυρες φωτογραφίες με χρώμα.

Ο Eggleston, έχοντας δουλέψει ελάχιστα σε ασπρόμαυρο, προσέγγισε το χρώμα όχι ως ένα έξτρα στοιχείο που έπρεπε να υποταχθεί στην ολική σύνθεση της εικόνας, αλλά ως το κυρίαρχο στοιχείο της εικόνας. Το κύριο θέμα στις φωτογραφίες του Eggleston είναι το χρώμα, και αναδεικνύεται ακριβώς διότι οι σκηνές που επιλέγει να φωτογραφίσει είναι απλές, καθημερινές, μπανάλ. Την ίδια στιγμή, αυτές οι καθημερινές σκηνές, φωτογραφημένες συστηματικά και με ιδιαίτερη προσοχή στη χρωματική παλέτα, περιγράφουν τόσο πεζά τον βρώμικο ρεαλισμό της Αμερικάνικης μικροαστικής κοινωνίας εκείνης της εποχής, που καταφέρνουν και ξεπερνάνε τα στενά πλαίσια της αναμνηστικής φωτογραφίας.

guide_i

guide_i

Εν αντιθέσει με τους φωτογράφους της εποχής του, τα φωτογραφικά σύνολα του Eggleston δεν πραγματεύονται κάποιο συγκεκριμένο θέμα, δεν ακολουθούν κάποια ομάδα ανθρώπων, δεν καταγράφουν μια μικροκοινωνία. Οι φωτογραφίες του Eggleston είναι κάτι σαν προσωπικό ημερολόγιο, και ως τούτο, εκμηδενίζουν τις αποστάσεις μεταξύ σημαντικών και ασήμαντων θεμάτων. Ο Eggleston στην πραγματικότητα φωτογραφίζει την καθημερινότητα της ζωής του: τους συγγενείς του, τους χώρους στους οποίους κινείται, ένα τρίκυκλο, προσόψεις σπιτιών, ένα καταψύκτη γεμάτο με χαρακτηριστικά instant γεύματα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα, μια λάμπα σε ένα ολοκόκκινο δωμάτιο, καλοντυμένες κυρίες στους δρόμους, μεσήλικες, τραπέζια στρωμένα για φαγητό, ντουζιέρες, αντλίες βενζίνης, άδειους δρόμους, το πρωινό του σε κάποιο diner στις ερημιές του Αμερικάνικου Νότου. Καταστάσεις οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα είχαν αυστηρά ιδιωτικό χαρακτήρα, εδώ παρουσιάζονται με ένα παγωμένο, σοβαρό και κλινικό ύφος. Είναι, όπως είπε και ο John Szarkowski, σαν πειστήρια σε δικαστήριο.

Ο ίδιος ο Eggleston αναφέρει αργότερα στο «Δημοκρατικό Δάσος» πως η φωτογραφική συμπεριφορά του είναι απόλυτα δημοκρατική. Θεωρεί πως φωτογραφία μπορεί να είναι οτιδήποτε, και ότι μια φωτογραφία δεν έχει ανάγκη να έχει κάποιο προφανές, ευδιάκριτο και σημαντικό θέμα. Στο ίδιο πλαίσιο είπε και το - διάσημο πλέον - «είμαι σε πόλεμο με το προφανές». Το συγκεκριμένο απόφθεγμα συνεχίζει να χαρακτηρίζει (πιθανώς άδικα, δεδομένης της εύκολης παρερμήνευσής του) τους κύριους εκφραστές της έγχρωμης καλλιτεχνικής φωτογραφίας μέχρι και τις μέρες μας.

Ο Stephen Shore και οι New Topographers

Οι δεκαετίες του ’50 και του ‘60 είναι μια σημαντική εποχή για τις τέχνες και την κοινωνία στην Αμερική, με τους baby boomers και τη σημαντική αύξηση του βιοτικού επιπέδου, τον Andy Warhol και την pop art, το rock’n’roll, τους beatnik συγγραφείς, το κίνημα των χίπις. Η φωτογραφία δεν μένει πίσω στις εξελίξεις αυτές, με τον Gary Winogrand, τον Lee Friedlander, τον Bruce Davidson, την Diane Arbus, τον Joel Meyerowitz και άλλους, να καταγράφουν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο τη ζωή στις μεγαλουπόλεις.

Την ίδια εποχή, μια σειρά από φωτογράφοι πατάνε στα βήματα του Walker Evans, και φωτογραφίζουν την αμερικάνικη επαρχία. Η προσέγγισή τους είναι επιτηδευμένα «τοπογραφική» και παγερή, χωρίς προσπάθεια για καλλιτεχνία ή αποτύπωση συναισθήματος. Οι εικόνες που παράγονται είναι γεμάτες οπτική πληροφορία αλλά δεν εκφέρουν άποψη για τον κόσμο, ούτε αναδεικνύουν κάποιο θέμα. Η επιτομή του συγκεκριμένου στυλ έρχεται με μια έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) της Νέας Υόρκης, το 1975, ονόματι «New Topographics: Photographs of a Man-Altered Landscape». Από τους δέκα φωτογράφους που συμμετέχουν στην έκθεση, μόνο ένας φωτογραφίζει σε χρώμα. Αυτός είναι ο Stephen Shore. Η έκθεση επηρεάζει σημαντικά τη φωτογραφία τοπίου και, με την εμφάνιση του «έγχρωμου» William Eggleston ένα χρόνο μετά και την αποδοχή του χρώματος στην καλλιτεχνική φωτογραφία, ο Stephen Shore εξελίσσεται σε ένα από τους πιο σημαντικούς φωτογράφους της εποχής του.

15.jpg

© Stephen Shore

Η πρώτη επαφή του Stephen Shore με το χρώμα στηρίζεται πάνω στην αισθητική του snapshot. Εμφανώς επηρεασμένος από τη φιλία του με τον William Eggleston, και εντυπωσιασμένος από την αμερικάνικη επαρχία, αποφασίζει το 1972 να κάνει ένα road trip και να καταγράψει ενδελεχώς τα αστικά τοπία, τη ζωή στις επαρχιακές κωμοπόλεις αλλά και την ίδια του την καθημερινότητα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Χρησιμοποιεί αποκλειστικά μια point-and-shoot μηχανή με 35mm έγχρωμο φιλμ και η συμπεριφορά του είναι «τουριστική», αφού παραδέχεται και ο ίδιος ότι «φωτογράφιζα σχεδόν κάθε γεύμα που έτρωγα, κάθε άνθρωπο που συναντούσα, κάθε σερβιτόρο ή σερβιτόρα που με σέρβιρε, κάθε κρεβάτι στο οποίο κοιμόμουνα, κάθε τουαλέτα. Επίσης όμως, φωτογράφιζα δρόμους στους οποίους οδηγούσα, κτίρια που έβλεπα. Απλά πάρκαρα το αυτοκίνητο και έλεγα οκέυ, να μια εικόνα που θέλω...». Ονομάζει το συγκεκριμένο project American Surfaces, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη, το προβάλλει σε έκθεση αλλά παίρνει αρνητικές κριτικές. Πεπεισμένος ότι σημαντικό ρόλο στις αρνητικές κριτικές έπαιξε η χαμηλή ποιότητα των τυπωμάτων, ξεκινάει εκ νέου το road trip αλλά αυτή τη φορά αποφασίζει να δουλέψει με μηχανή μεγάλου φορμά.

Η αλλαγή του εξοπλισμού τον αναγκάζει να χρησιμοποιεί τρίποδο και να στήνει προσεκτικά τα κάδρα του. Μέσα από αυτή τη διαδικασία χάνει την ταχύτητα και την αισθητική του snapshot, αλλά αποκτάει μια καινούργια οπτική προσέγγιση. Οι φωτογραφίες του τώρα είναι μακρινές, κρατάνε μια απόσταση από τον κόσμο, σαν εικόνες που βλέπει ένας συνοδηγός μέσα από το τζάμι του αυτοκίνητου σε ένα μεγάλο ταξίδι. Πλέον οι συνθέσεις του δεν στηρίζονται σε κάποιο κεντρικό θέμα, αλλά δημιουργούν φωτογραφικές σκηνές με μεγάλη λεπτομέρεια και αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία, τα οποία λειτουργούν αρμονικά μεταξύ τους.

© Stephen Shore

© Stephen Shore

Το ταξίδι του διαρκεί μια δεκαετία. Το 1982 κυκλοφορεί το βιβλίο Uncommon Places, το οποίο τοποθετεί τον Shore στο πάνθεον της φωτογραφίας. Η ύπαρξη του χρώματος στις εικόνες του είναι φυσική συνέχεια των σκηνών που καταγράφει. Ο Stephen Shore δεν «κυνηγάει» το χρώμα, ούτε επιλέγει συγκεκριμένες συνθέσεις ώστε να αναδείξει την ύπαρξή του. Οι φωτογραφίες του αποτυπώνουν τον αληθινό και άκρως φυσιολογικό κόσμο, από τη θέση ενός μακρινού παρατηρητή ή ενός περαστικού, αποφεύγοντας τα κοινωνικά σχόλια. Παγωμένες, αποστασιοποιημένες από γεγονότα και στιγμές, και ενίοτε λυρικές, χρησιμοποιούν το χρώμα σαν «άγκυρα». Το χρώμα φροντίζει να κρατήσει τις εικόνες αυτές προσγειωμένες, προσδίδοντας τους μια αίσθηση καθημερινότητας και προσκαλώντας τον θεατή να τις εξερευνήσει σα να είναι απλά μια πραγματικότητα.

Το Uncommon Places του Stephen Shore παραμένει βίβλος της έγχρωμης φωτογραφίας αφού, παρέα με τις δουλειές του William Eggleston, κατάφερε να νομιμοποιήσει την έγχρωμη φωτογραφία ως έργο τέχνης. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι επέτρεψε στο έγχρωμο μεγάλο φορμά να περάσει από την εμπορική εκμετάλλευση στην τέχνη, φέρνοντας μαζί και χαρακτηριστικά όπως η αποστασιοποιημένη προσέγγιση, η έμφαση στη λεπτομέρεια και η ψυχρή καταγραφή της πραγματικότητας. Έτσι, έστρωσε το δρόμο για την αλματώδη αύξηση της «νεο-τοπογραφίας» και επηρέασε σε μεγάλο βαθμό μεταγενέστερους φωτογράφους όπως ο Joel Sternfeld, o Andreas Gursky, ο Alec Soth και αρκετούς άλλους.

Read More
articles Thodoris Markou articles Thodoris Markou

Πορτραίτα σε ασπρόμαυρο πλάνο

Πορτραίτα σε ασπρόμαυρο πλάνο: (υποκειμενικές) συμβουλές, πιθανές προσεγγίσεις και παραδείγματα.

5930421054_289831b806_o.jpg

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο 4ο μονοθεματικό τεύχος του περιοδικού Φωτογράφος ("Ασπρόμαυρη Φωτογραφία"), το Σεπτέμβριο του 2013. Υπάρχει και στο site του περιοδικού. Η παρούσα έκδοση έχει υποστεί ελαφρά επεξεργασία: πρόσθεσα δυο παραγράφους και μερικές εικόνες.
Πάγια πολιτική του περιοδικού είναι να χρησιμοποιεί, εφόσον αυτό είναι εφικτό, εικόνες τραβηγμένες από τον αρθρογράφο (δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση, εμένα).
note to english readers: this is an article on black and white portrait photography tips. You can use google translate to read it.

 

Πορτραίτα στην κλίμακα του γκρι

Bronica SQ-A | 80mm/f2.8

 

Στο πορτραίτο, η επιλογή της ασπρόµαυρης λήψης είναι αρκετά πιο διαδεδοµένη από ότι στο υπόλοιπο φωτογραφικό σύµπαν. Αυτό συμβαίνει διότι πλέον το θέµα είναι πολύ ξεκάθαρο, και η απεµπλοκή των χρωµάτων από την εικόνα βοηθάει τον θεατή να εστιάσει περισσότερο στο πρόσωπο που φωτογραφίζεται. Ταυτόχρονα, η κλίµακα του γκρι δίνει µια αύρα διαχρονικότητας και σηµαντικότητας. Σε ένα έγχρωµο πορτραίτο, ένας σωστός χρωµατικός συνδυασµός µπορεί να δηµιουργήσει ατµόσφαιρα ηρεµίας, να «εξωραΐσει» τον φωτογραφιζόµενο και να χαλαρώσει τον θεατή. Το χρώµα στο πορτραίτο χρησιµεύει σε περιπτώσεις που θέλουµε να τονίσουµε περισσότερο την ανθρώπινη, ταπεινή, ήσυχη πλευρά του φωτογραφιζόµενου. Το ασπρόµαυρο, απεναντίας, βοηθάει στην ανάδειξη της προσωπικότητας και των συναισθηµάτων, στη «θεοποίηση» του φωτογραφιζόµενου.

Το φως που διαχέεται από το παράθυρο φροντίζει για απαλό φωτισµό και φυσιολογικές σκιές. Σε συνδυασµό µε την έκφραση του µοντέλου, ο φωτισµός δηµιουργεί µια “ήρεµη”, νοσταλγική φωτογραφία.

 

Η προσέγγιση σε ένα ασπρόµαυρο πορτραίτο δεν είναι και πολύ διαφορετική από τη γενική προσέγγιση µιας οποιασδήποτε ασπρόµαυρης λήψης. Η απουσία χρωµάτων επιτρέπει στο θεατή να εστιάσει περισσότερο στους όγκους, στις γραµµές και το κοντράστ. Ειδικά το τελευταίο είναι πολύ σηµαντικό στο πορτραίτο, διότι ο θεατής θα προσπαθήσει αµέσως να «συνδεθεί» µε το φωτογραφιζόµενο πρόσωπο, οπότε η αντίθεση των φωτεινών και σκοτεινών περιοχών θα πρέπει να οδηγεί τον θεατή στο κυρίαρχο στοιχείο. Το πρώτο στοιχείο που ψάχνει ο θεατής είναι τα μάτια, και μετά συνεχίζει φυσιολογικά σε μύτη, στόμα και λοιπά χαρακτηριστικά, ώστε να δημιουργήσει τη συνολική απεικόνιση του προσώπου. Μεγάλο ρόλο παίζει όμως και το υπόλοιπο σώμα. Τα χέρια είναι ένα στοιχείο που συνήθως ο φωτογραφιζόμενος δεν μπορεί να διαχειριστεί (πέρα από τα μοντέλα-επαγγελματίες), όπως και η στάση του σώματος. Ο φωτογράφος οφείλει να φροντίσει ιδιαίτερα τα συγκεκριμένα στοιχεία, που είναι εύκολο να αγνοηθούν κατά τη λήψη, αλλά παραμένουν μια σημαντική «απειλή» για την ισορροπία της τελικής εικόνας.

Πηγαίνοντας ανάποδα στο σκληρό φως, εκµεταλλευόµαστε ένα ανακλαστήρα (ή ένα τοίχο πίσω µας, όπως στην προκειµένη περίπτωση) για να φωτίσουµε “γλυκά” το µοντέλο µας. Ακόµα ένα συν είναι ότι το µοντέλο δεν δυσκολεύεται ν’ανοίξει τα µάτια του, όπως θα έκανε αν κοίταζε προς τη δυνατή φωτιστική πηγή (όπως είναι ο ελληνικός ήλιος κατά το µεγαλύτερο µέρος του έτους).


Πορτραίτο με κλειστό κάδρο

Σε ένα κοντινό πορτραίτο, το κυρίαρχο στοιχείο είναι, φυσικά, τα µάτια. Σε µια ασπρόµαυρη λήψη τα µάτια αποκτούν πολύ µεγάλη δύναµη, οπότε φροντίζουµε να φωτίζονται σωστά. Δεδοµένου ότι µιλάµε για κοντινή λήψη, µπορούµε να βολευτούµε µε οποιαδήποτε φωτιστική πηγή δύναται να δώσει άπλετο φως στα µάτια, ασχέτως αν φωτίζεται το υπόλοιπο πρόσωπο ή το δεύτερο πλάνο. Την ίδια στιγµή, η επιλογή του υψηλού κοντράστ δίνει ακόµα περισσότερη έµφαση στο πορτραίτο. Μεγάλη προσοχή δίνουµε στις σκιές, διότι σε µια ασπρόµαυρη λήψη µπορούν να καταστρέψουν ένα πρόσωπο.

Η προσοχή του θεατή µονοπωλείται από τα µάτια, που είναι και το πιο φωτεινό σηµείο του κάδρου. Ο φωτισµός στη συγκεκριµένη περίπτωση ήταν πολύ απλός: δυο λάµπες φθορίου κρατηµένες µισό µέτρο µπροστά και λίγο κάτω από το πρόσωπο. Το σκληρό (αλλά χωρίς σκιές) φως και η στάση του µοντέλου δηµιουργούν ένα “επιθετικό” πορτραίτο.

 

Η σκιά που συνήθως δηµιουργεί πρόβληµα είναι από τη µύτη, που είναι το «κατεξοχήν εξέχον» χαρακτηριστικό του προσώπου. Προσέχουµε και τις σκιές κάτω από τα µάτια, που δηµιουργούν µαύρους κύκλους. Αν το φως µας είναι σκληρό (λάµπα, πορτατίφ), προσπαθούµε να το τοποθετήσουµε έτσι ώστε να είναι ακριβώς απέναντι από το πρόσωπο. Αν το φως µας είναι µαλακό (φυσικό φως από παράθυρο), φροντίζουµε ώστε οι σκιές να είναι φυσιολογικές. Επίσης, η ασπρόµαυρη λήψη βοηθάει πολύ στο να εξαφανιστούν ατέλειες του προσώπου και δερµατικοί ερεθισµοί, ενώ τονίζει τις φακίδες. Προσοχή όµως, αν το φως είναι πολύ σκληρό, µπορεί να δηµιουργήσει γυαλάδες, κάτι που µπορεί να περάσει απαρατήρητο στο χρώµα, αλλά στο ασπρόµαυρο ενοχλεί.


Σε εξωτερικό χώρο

Σε πορτραίτο εξωτερικού χώρου, λαµβάνουµε υπόψη τα χρώµατα και τους όγκους που υπάρχουν στο δεύτερο πλάνο. Ακόµα και αν είναι τελείως θολοί, αποτέλεσµα του πολύ ανοιχτού διαφράγµατος που παραδοσιακά απαντάται στα πορτραίτα, παραµένουν αρκετά σηµαντικοί. Τα πράσινα δέντρα γίνονται µαύροι όγκοι, όπως και το κόκκινο χρώµα, και µπορούν να καταπιούν το µοντέλο µας. Τα ανοιχτά χρώµατα γίνονται λευκά, και µπορούν να αποπροσανατολίσουν. Δεδομένου ότι βρισκόμαστε πλέον σε εξωτερικό χώρο, και άρα δεν πιεζόμαστε χωροταξικά, αξίζει να ψάξουμε ανοιχτά, ολόσωμα πλάνα. Τέτοια πλάνα αποφορτίζουν λίγο την «πίεση» που ασκείται στο φωτογραφιζόμενο πρόσωπο, αφού πλέον ο θεατής «διαβάζει» ολόκληρη την ανθρώπινη υπόσταση, και δεν εστιάζει μόνο στα χαρακτηριστικά και την έκφραση του προσώπου. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο περισσότερος κόσμος δεν είναι μαθημένος να ποζάρει, και αυτό φαίνεται ακόμα περισσότερο σε ένα ολόσωμο πορτραίτο.

Το α/µ διαχειρίζεται καλύτερα περιπτώσεις µε δυνατό µεσηµεριανό φως. Η λήψη έγινε Ιούνιο και 12:00, δηλαδή µε άσχηµες φωτιστικές συνθήκες. Παρ’όλα αυτά η εικόνα έχει κρατήσει µια χαµηλή αντίθεση, χωρίς να θυσιάσει τα µαύρα ή τα λευκά. Παρατηρούµε πως τα πράσινα δέντρα στο βάθος έχουν την ίδια εµφάνιση µε το µαύρο φόρεµα του µοντέλου, ενώ τα διάσπαρτα κίτρινα ξερόχορτα είναι σχεδόν όσο λευκά όσο και το πλακόστρωτο.

 

Ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα του ασπρόµαυρου σε σχέση µε το έγχρωµο πορτραίτο είναι ότι το ασπρόµαυρο διαχειρίζεται πολύ καλύτερα το «άγριο» φως που συναντάµε κατά κόρον στους εξωτερικούς χώρους στην Ελλάδα. Με ή χωρίς τη βοήθεια ενός ανακλαστήρα, µπορούµε να κάνουµε πολύ ωραία ασπρόµαυρα πορτραίτα, τα οποία µπορούµε εύκολα µετά να επεξεργαστούµε µε burn και dodge χωρίς να ανησυχούµε για χρωµατικές αλλοιώσεις. Μπορούµε επίσης να δουλέψουµε τελείως ανάποδα στο φως, εκµεταλλευόµενοι το γεγονός ότι το χρώµα του δέρµατος µετατρέπεται σε ένα ελαφρύ γκρι, το οποίο µπορεί να τονισθεί είτε µε ανακλαστήρα κατά τη λήψη είτε µε τοπική µάσκα ή burn/dodge κατά την επεξεργασία.

 

Το indirect φως που μπαίνει από ένα παράθυρο παραμένει το πιο "γλυκό" δωρεάν φως που μπορεί να έχει κάποιος. Στην προκειμένη περίπτωση το παράθυρο βρίσκεται ακριβώς πίσω από την κάμερα.

 

Το δευτερο καλύτερο δωρεάν φως μετά το "παραθυρικό", είναι το φως της "χρυσής ώρας", όταν δηλαδή ο ήλιος είναι κοντά στη δύση του. Το φως αυτό έρχεται από πλάγια, και είναι ταυτόχρονα γλυκό και όσο αδύναμο πρέπει ώστε να μην τυφλώνει το πρόσωπο που φωτογραφίζουμε.

 

Πορτραίτο δε σημαίνει απαραίτητα ότι το φωτογραφιζόμενο πρόσωπο κοιτάζει στο φακό. Το μόνο που χρειάζεται είναι να μένει  στο θεατή η αίσθηση ότι υπήρξε επικοινωνία μεταξύ φωτογραφιζόμενου και φωτογράφου.

Read More
articles Thodoris Markou articles Thodoris Markou

Ασπρόμαυρη φωτογραφία: γενικές συμβουλές

Ασπρόµαυρη φωτογραφία: γενικές συμβουλές και tips. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 4ο μονοθεματικό τεύχος του περιοδικού Φωτογράφος ("Ασπρόμαυρη Φωτογραφία").

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο 4ο μονοθεματικό τεύχος του περιοδικού Φωτογράφος ("Ασπρόμαυρη Φωτογραφία"), το Σεπτέμβριο του 2013. Υπάρχει και στο site του περιοδικού. Η παρούσα έκδοση έχει υποστεί ελαφρά επεξεργασία - έχω προσθέσει λίγο λυρισμό, ξένες λέξεις και παρενθέσεις, που τόσο χαίρομαι να τις γράφω και άλλο τόσο χαίρεται να μου τις σβήνει ο αρχισυντάκτης όταν στέλνω το κείμενο.
Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι δικές μου: πάγια πολιτική του περιοδικού είναι να χρησιμοποιεί, εφόσον είναι εφικτό, εικόνες τραβηγμένες από τον αρθρογράφο.
note to english readers: this is an article on black and white photography tips. You can use google translate to read it.

 

Ασπρόµαυρη φωτογραφία: γενικές συµβουλές

Η επιλογή του ασπρόµαυρου στη σύγχρονη φωτογραφική εποχή γίνεται πολλές φορές µε γνώµονα την «καλλιτεχνικότητα» της εικόνας. Οι λέξεις «ασπρόμαυρο» και «καλλιτεχνικό» πάνε αγκαζέ στη φωτογραφία, απλά και µόνο λόγω του ότι µέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ασπρόµαυρο κυριαρχούσε σε όλες τις απόψεις της φωτογραφίας, καλλιτεχνικές, εµπορικές και προσωπικές.

Leica M4 | 28mm/f2 | Ilford Delta 100

Έτσι, ο νέος φωτογράφος συνήθως επιλέγει τη λήψη σε ασπρόµαυρο, διότι θεωρεί ότι ξεπερνάει τη βαρετή (έγχρωμη) καθηµερινότητα και αγγίζει την (ασπρόμαυρη) διαχρονικότητα. Παρ'όλα αυτά, ενώ ιστορικά ο εγκέφαλός µας έχει «εκπαιδευθεί» να θεωρεί το ασπρόµαυρο ως «σηµαντικό» (και αντίστοιχα το έγχρωµο ως εφήμερο), αυτό δεν σηµαίνει ότι κάθε ασπρόµαυρη λήψη λειτουργεί αυτομάτως καλύτερα από την έγχρωμη λήψη. Μια ασπρόμαυρη εικόνα δεν είναι απλά µια εικόνα όπου έχει αφαιρεθεί το χρώμα: ενώ οι βασικές συνιστώσες της φωτογραφίας παραµένουν οι ίδιες (δηλαδή σύνθεση/φόρµα/περιεχόµενο), η επιλογή του ασπρόµαυρου χρειάζεται διαφορετική προσέγγιση από την έγχρωµη λήψη. Όταν απουσιάζει το χρώµα, στο οποίο τα µάτια µας είναι πλήρως εξοικειωμένα (και άρα, χάρη στη δύναμη της συνήθειας, ελαφρώς compromised), υπάρχουν άλλα στοιχεία που αποκτούν διαφορετική βαρύτητα και ορίζουν την εικόνα.
At the end of the day, ένα καλό θέμα έχει σοβαρές πιθανότητες να κρατήσει τη δύναμή του είτε με χρώμα είτε χωρίς, αλλά η φωτογραφική προσέγγιση επηρεάζεται σημαντικά από την επιλογή του ασπρόμαυρου ή του έγχρωμου. Η συγκεκριμένη επιλογή, φυσικά, καλό είναι να γίνεται πριν τη λήψη και, όπως κάθε «στάση ζωής», καλό είναι να τηρείται απαρέγκλιτα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να αφομειωθεί και να ενσωματωθεί στο φωτογραφικό ένστικτο.

Tinos | 2013 | Leica M4 / Voigtlander 28mm f/2 / Kodak Tri-X 400 Οι σκιές είναι σηµαντικές

Στο ασπρόµαυρο υπάρχει ο κίνδυνος να «επιπεδοποιήσουµε» την εικόνα, διότι πλέον όλες οι πληροφορίες, όλα τα στοιχεία του κάδρου µας απεικονίζονται στην κλίµακα του γκρι. Ξαφνικά, το κόκκινο, το πράσινο και το µαύρο είναι σχεδόν ίδια. Ο γαλάζιος ουρανός γίνεται άσπρος ενώ ο μπλέ ουρανός αρχίζει και μαυρίζει. Η σκουροπράσινη φυλλωσιά στο βάθος του κάδρου ενσωµατώνεται στο µαύρο ρούχο του περαστικού στο πρώτο πλάνο. Το ακίνδυνο δεντράκι εκεί στο βάθος ξαφνικά δημιουργεί afro extensions στο κοντοκουρεμένο πρόσωπο που μόλις φωτογραφήσαμε. Δεν είναι λοιπόν τόσο απλό όσο να πούµε ότι «εξαφανίζουµε» τον παράγοντα του χρώµατος. Πράγµατι τον εξαφανίζουµε, αλλά την ίδια στιγµή εµφανίζεται ο παράγοντας της κλίµακας του γκρι. Όσο δύσκολο είναι να ισορροπήσει χρωµατικά µια εικόνα, τόσο αντίστοιχα δύσκολο είναι να ισορροπήσουν οι διαβαθµίσεις του γκρι, οι όγκοι, οι σκιές.

 

Βλέποντας σε τόνους του γκρι

Όταν τραβάµε ασπρόµαυρο πρέπει να δίνουµε µεγαλύτερη προσοχή στους όγκους του κάδρου, διότι πλέον δεν υπάρχει το χρώµα για να τους κάνει να ξεχωρίσουν µεταξύ τους. Έτσι είναι εύκολο το κυρίως θέµα µας να αποκτήσει ανταγωνισµό από στοιχεία που στην πραγµατικότητα δεν έχουν καµία σχέση µαζί του. Μια κλασσική περίπτωση είναι οι σκιές. Οι σκιές δεν είναι τόσο σηµαντικές σε µια έγχρωµη φωτογραφία, διότι υπάρχουν διάφορα χρώµατα στην εικόνα που θα τραβήξουν την προσοχή. Σε µια ασπρόµαυρη φωτογραφία όµως, οι σκιές ξαφνικά αποκτούν οντότητα, και µπορούν να καταστρέψουν την εικόνα, δηµιουργώντας µαύρους όγκους εκεί που ο φωτογράφος δεν τους είχε υπολογίσει. Αντίστοιχη συμπεριφορά πρέπει να επιφυλάσσουμε και σε μεγάλους συμπαγείς όγκους όπως η άσφαλτος του δρόμου, το τσιμέντο που κυριαρχεί στη χώρα μας, τα χρώματα στους τοίχους - όλα αυτά τα στοιχεία μοιάζουν (και είναι) πεζά και καθημερινά, αλλά στην κλίμακα του γκρι παραμονεύουν για να διαταράξουν την ισορροπία της φωτογραφικής σύνθεσης. Οφείλουµε λοιπόν να προσπαθούµε να βλέπουµε τον κόσµο ασπρόµαυρα, μετατρέποντας στο μυαλό μας τα δυνατά χρώµατα σε gray-scale, και να λαµβάνουµε υπόψη κάθε σκιά που υπάρχει στο κάδρο µας.

Rafina | 2012 | Minolta XD-7 | Minolta 28mm f/2.8 | Polypan F+ 50 Ατµόσφαιρα

Ένα ακόµα σηµαντικό θέµα στο ασπρόµαυρο είναι ότι η αντίθεση έχει πολύ µεγαλύτερη δύναµη. Σε µια έγχρωµη λήψη το contrast έχει δευτερεύον ρόλο, αφού προέχει ο συνδυασµός των χρωµάτων. Στην ασπρόµαυρη λήψη όµως, το contrast είναι αυτό που θα ξεχωρίσει τα λευκά από τα µαύρα, και άρα θα ορίσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα. Επιπροσθέτως, σε µια ασπρόµαυρη λήψη οι σιλουέτες έχουν και αυτές µεγαλύτερη δύναµη. Με µπόλικη αντίθεση και µια σωστή τοποθέτηση του σκούρου όγκου πάνω σε φωτεινό, η μαύρη σιλουέτα κάποιου ανθρώπου ή κάποιου αντικειµένου αναβαθμίζεται σε σημαντικό στοιχείο του κάδρου, χωρίς να βάζει τον θεατή σε διαδικασία να επιχειρήσει να «διαβάσει» τη λεπτομερή περιγραφή του ανθρώπου/αντικειμένου. Στο ασπρόµαυρο οι γραµµές, τα µοτίβα, οι υφές - όλα ξαφνικά είναι πιο σηµαντικά. Κολώνες, καλώδια, διαγραµµίσεις, ακόµα και ο τρόπος που οι ακτίνες του ήλιου καταγράφονται στην εικόνα, δηµιουργούν µια σύνθεση που δεν θα ήταν τόσο δυνατή αν υπήρχε χρώµα. Δίνουµε ιδιαίτερη σηµασία σε όλα αυτά τα στοιχεία στην εικόνα µας, διότι κατά τη μετατροπή τους σε ασπρόµαυρο, αποκτούν µεγαλύτερη βαρύτητα από όση έχουν στην πραγµατικότητα.

Tzia | 2012 | Minolta XD-7 | Minolta 28mm f/2.8 | Polypan F+ 50 Αντίθεση και γραµµές

Τέλος, ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα του ασπρόµαυρου σε σχέση µε το έγχρωµο, είναι ότι λειτουργεί καλύτερα για όλες τις ώρες της ηµέρας και όλες τις φωτιστικές συνθήκες. Φυσικά, το ιδανικό είναι να επιλέγουµε εµείς το φως που θα χρησιµοποιήσουµε (διαλέγοντας την ώρα που θα τραβήξουµε, αν πρόκειται για φυσικό φως), αλλά όταν δεν έχουµε αυτή την πολυτέλεια, η λήψη σε ασπρόµαυρο µας βοηθάει περισσότερο. Εκεί που θα είχαµε ξεπλυµένα χρώµατα και σκληρό φως, στο ασπρόµαυρο µπορούµε να βρούµε ενδιαφέρουσες σκιές και υψηλό contrast.
Στον ελληνικό χώρο, για πολλούς μήνες το χρόνο κυριαρχούν ο ήλιος και ο εκθαμβωτικά μπλε ουρανός, ενώ το αστικό τοπίο ορίζεται εδώ και τέσσερεις δεκαετίες από τσιμεντένιους όγκους, αψυχολόγητους χρωματικούς συνδυασμούς και έλλειψη αστικής συνείδησης. Στα αποθαρρυντικά αυτά πλαίσια (discouragingly φωτογραφικό το πρώτο και dishearteningly κοινωνικό το δεύτερο), η ασπρόμαυρη λήψη μπορεί να διευκολύνει αρκετά τη ζωή του φωτογράφου, αρκεί να μην ξεχνάει ότι στη φωτογραφία υπάρχουν πολλοί τρόποι να μεταμορφώσεις κάτι (από χρώμα σε gray-scale, από άνθρωπο σε σιλουέτα, από ασήμαντο σε σημαντικό), αλλά κανένας τρόπος να το εξαφανίσεις.

Tinos | 2013 | Leica M4 / Voigtlander 28mm f/2 / Kodak Tri-X 400 Εστίαση στο θέµα

Read More